Ηρθε τό καλοκαίρι. Ηλπιζε νά μειωθούν τά βάσανά του. Μά πώς νά γίνει αυτό μέ πόδια μελανιασμένα, πού τό αίμα δέν κυκλοφορούσε στίς φλέβες; Πώς νά λειτουργήσει ανεκτά η καρδιά, πού είχε ξεχαρβαλωθεί; Λίγο έβγαινε καί λίγοι μπορούσαν καί νά τόν ιδούν.Ομως επέμενε νά εξομολογεί, ν'ακούει τά πάθη τών ανθρώπων, νά συμβουλεύει ασταμάτητα καί νά προσεύχεται γιά τά βάσανα όλων. Ακόμα έγραφε καί γράμματα, πάνω από δέκα τήν ημέρα.Οταν όμως είχε αφόρητη δυσφορία τόση πού δέν μπορούσε νά προσευχηθεί γιά όλες τίς περιπτώσεις ξεχωριστά,έπαιρνε τά γράμματα πού τού έστελναν καί τά πήγαινε στόν Οσιο Δαβίδ.:- Εδώ Γέροντα, είναι τά προβλήματα τών ανθρώπων. Εσύ ξέρεις τί γράφουν, κάνε ότι μπορείς, μήν τούς αφήνεις, εσένα έχουν... Πρός τό τέλος τού τελευταίου καλοκαιριού, τού συνέβη κάτι πολύ σημαντικό. Δέν τό ξεκαθάριζε άν ήταν στόν ύπνο του ή έν εγρηγόρσει. Ελεγε ότι βρέθηκε στούς ουρανούς, ενώπιον μεγαλοπρεπούς άρχοντα, πού καθόταν σέ μεγαλοπρεπή φωτεινό θρόνο. Δίπλα του καί πιό χαμηλά , καθόταν γραμματέας.Κρατούσε μεγάλο βιβλίο στά χέρια καί γύριζε όλες τίς σελίδες, όπου αναφερόταν κάποια καλή πράξη τού ιερομόναχου Ιακώβου.Κάποτε ο γραμματέας είπε:- Δέν έχει τίποτ΄'αλλο ο πατήρ Ιάκωβος.Τότε ο επί θρόνου δόξης καθήμενος, επέμενε:- Πώς δέν έχει άλλο, έχει, γύρνα στήν σελίδα 365. Ανοιξε καί βρήκε τό ωραίο κουτάκι. Σκέφθηκε ο μακαριστός Γέροντας καί θυμήθηκε . Οταν ακόμα ήτανε στήν Φαράκλα, τελειώνοντας ο πόλεμος,βρήκε μικρό μεταλλικό κουτάκι, μάλλον θήκη φωτοβολίδων. Ητανε πολύ ωραίο, τόν εντυπωσίασε πολύ, μά χωρίς πολλά τό πήγε στήν Εκκλησία. Δέν είχανε κατάλληλο κουτί γιά λιβάνι καί τό πρόσφερε στόν ιερέα, μέ όλη του τήν καρδιά.
Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης. Ι.Μ.Οσίου Δαβίδ Γέροντος.
0 Σχόλια