ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΘΕΟΥ ΑΣΧΕΤΩΣ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ.




Ενας μαύρος γέρος καί φτωχός,ζούσε σέ μία πόλη,γυρίζοντας εδώ κι εκεί κι όλο κάτι μουρμούριζε. Γι αυτό πολλοί έλεγαν ότι ήταν τρελλός. Κάποτε ήρθε μαγάλη ανομβρία σ'εκείνην τήν πόλη.Η γή ήταν κατάξερη,τά ζώα ψοφούσαν κι όλα τά φυτά κιτρίνισαν. Οί κάτοικοι τής πόλεως μέ τόν επίσκοπό τους έκαναν συνεχώς λιτανείες καί αγρυπνίες, αλλά τίποτε. Μία νύχτα επί τέλους,βλέπει ο επίσκοπος στόν ύπνο του έναν άγγελο νά τού λέει:-Ο Θεός σέ προστάζει,νά πάρεις όλους τούς κληρικούς σου καί νά πάς στήν νότια πύλη τής πόλεως.Εκεί, όποιον θά δείς νά έρχεται πρώτος απ τούς αγρούς πρός τά μέσα,παρακάλεσέ τον πάρα πολύ, μέχρι νά τό πείσεις νά προσευχηθεί στόν Θεό,γιά νά σάς στείλει βροχή.Αυτά είπε ο άγγελος κι εξαφανίσθηκε.Τήν άλλη μέρα πρωϊ-πρωϊ, μετά τήν ακολουθία τού όρθρου,ο επίσκοπος μέ τό ιερατείο του ξεκίνησαν γιά τήν πύλη πού υπέδειξε ο άγγελος. Δέν πέρασε πολλή ώρα καί είδαν νά έρχεται απ'έξω,ένας πολύ γέρος μαύρος,πού κουβαλούσε στούς ώμους του ξύλα.:-Γέροντα,τόν παρακάλεσε αμέσως ο επίσκοπος,προσευχήσου στόν ελεήμονα Θεό,νά μάς σπλαχνισθεί καί νά στείλει λίγη βροχή,σέ τούτη τήν κατάξερη γή. Χωρίς δεύτερη κουβέντα,ο γερο- μαύρος ύψωσε τά μελανά γερασμένα χέρια του καί προσευχήθηκε.Ξαφνικά,άρχισε νά βροντά καί ν'αστράφτει δυνατά.Σηκώθηκε άνεμος,μαζεύθηκαν σύννεφα στόν ουρανό κι άρχισε νά βρέχει ραγδαία. Ολά αυτά έγιναν, ώσπου ν'ανοιγοκλείσεις τά μάτια σου,μέ μόνη τήν προσευχή τού μαύρου.Τόσο πολύ έβρεξε, ώστε από τό νερό κόντευαν νά πλημμυρίσουν τά σπίτια.Τότε ο επίσκοπος,παρακάλεσε πάλι τόν γέροντα,νά σταματήσει τήν βροχή.Εκείνος,ύψωσε γιά δεύτερη φορά τά χέρια του στόν ουρανό.Αμέσως η νεροποντή σταμάτησε.Οταν όλα γαλήνεψαν, τόν παρακάλεσε ο επίσκοπος νά τού φανερώσει ποιός ήταν καί πώς πολιτευόταν, ώστε νά έχει τέτοια παρρησία στόν Θεό.Καί ο σεβάσμιος εκείνος γέροντας αποκρίθηκε ταπεινά:-Μέ βλέπεις πώς είμαι ένας τιποτένιος μαύρος καί ζητάς νά βρείς αρετή σ'εμένα ?- Για τ όνομα Τού Θεού,επέμεινε ο επίσκοπος,φανέρωσέ μου όλη τήν αλήθεια,πρός δόξαν Τού Κυρίου μας:-Δέν έχω κάνει τίποτα καλό πάτερ. Νά μόνο από τότε πού έγινα χριστιανός,δέν έφαγα δωρεάν ψωμί ανθρώπου.Κάθε μέρα πάω στό βουνό καί μαζεύω ένα μικρό φόρτωμα ξύλα.Τό βάζω στούς ώμους μου καί κατεβαίνω στήν πόλη νά τά πουλήσω.Από αυτά πού κερδίζω,κρατάω μόνο δύο οβολούς,ίσα γιά τό φαγάκι τής ημέρας. Τά υπολοιπα τά δίνω στούς ομοίους μου τούς φτωχούς.Οταν χειμωνιάσει καί δέν μπορώ ν'ανέβω στό βουνό γιά ξύλα,νηστεύω μέχρι νά βρώ καμιά καλή μέρα.Τότε ξανανεβαίνω στό βουνό κατά τήν συνήθειά μου καί κουβαλάω τό μικρό μου φορτίο γιά νά τό πουλήσω καί νά βολευθώ όπως πάντα, μαζί μέ τούς φτωχούς μου. Εβαλε πάλι τό γεροντάκι τά ξύλα στούς ώμους,χαιρέτησε τόν επίσκοπο καί τούς ιερείς καί μπήκε στήν πόλη νά τά πουλήσει. Αυτό είναι παιδί μου κατόρθωμα ενός από τούς ευλογημένους πιστούς μαύρους,είπε τελειώνοντας ο Νήφων.Γι αυτό μήν νομίζεις ότι είναι απόβλητοι από τόν Θεό. Αλλά όπως τό αμπέλι κάνει καί μαύρα καί άσπρα σταφύλια,κατά τόν ίδιον τρόπο δημιούργησε καί τούς ανθρώπους ο Θεός.Αλλοι είναι μαύροι, άλλοι κίτρινοι,άλλοι λευκοί.Ανάλογα άς πούμε καί μέ τήν γή, γιατί κι αυτή είναι πολύμορφη. Αυτά μού είπε ο δούλος τού Θεού καί σηκώθηκε νά προσευχηθεί.Υψωσε τά χέρια στόν ουρανό καί άρχισε νά δέεται.

Ενας Ασκητής Επίσκοπος. Αγιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια