ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΛΥΚΑΡΙΩΝ ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΤΟΣ. ( 7 ΙΟΥΝΙΟΥ )





Ο ΑΓΙΟΣ ΛΥΚΑΡΙΩΝ

Καταγόταν από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Συνελήφθη επειδή ομολογούσε τον Χριστό και φυλακίστηκε μέσα σε μια βρωμερή φυλακή. Μετά από μερικές ήμερες τον έβγαλαν, τον ξέσχισαν με σίδερα και κατόπιν τον κάρφωσαν επάνω σε σταυρό. Έπειτα έκαψαν το σώμα του με πυρωμένα σιδερένια ραβδιά και στη συνέχεια τον έριξαν μέσα σε αναμμένο καμίνι, όπου ο Άγιος παρέμεινε για τρεις ήμερες και βγήκε με τη χάρη του Θεού αβλαβής. Κατόπιν του έδωσαν δηλητήρια, από τα οποία και πάλι ο Άγιος έμεινε αβλαβής, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό ο ειδωλολάτρης που τα κατασκεύαζε και ο όποιος αποκεφαλίστηκε. Μετά από αυτά, έκοψαν τα νεύρα του Μάρτυρα και τον έριξαν μέσα σε ένα καζάνι βραστό νερό. Στη συνέχεια έγδαραν το κεφάλι του και τελικά τον αποκεφάλισαν, παίρνοντας έτσι το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

 Η ΑΓΙΑ ΠΟΤΑΜΙΑΙΝΗ

Έζησε στα τέλη του 3ου μ. Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Ήταν δούλη, αλλά χριστιανή, δηλαδή με ψυχή ελεύθερη δια του Ιησού Χριστού. Την αγόρασε από τον πρώην κύριό της κάποιος άλλος, ειδωλολάτρης και αυτός. Επειδή όμως η Ποταμιαίνη ήταν πολύ όμορφη στο σώμα, θεώρησε δικαίωμά του να την απολαύσει. Η επίμονη αντίσταση της Ποταμιαίνης τον εξέπληξε και τον εξόργισε. Διότι πρώτη φορά απωθείτο από μία δούλη. Της ζήτησε λοιπόν το λόγο. Εκείνη δεν τον απέκρυψε και του είπε: “Είμαι χριστιανή και βάζω την τιμή μου πολύ πιο πάνω από τη ζωή μου. Η μόνη μου περιουσία είναι η πίστη και η αγνότητά μου. Δεν αρνούμαι ούτε τη μία ούτε την άλλη. Σκότωσέ με. Δε θα διαμαρτυρηθώ. Αλλά μη με ακουμπήσεις. Θα σκοτωθώ μόνη μου. Διότι η αγία θρησκεία μας εμποδίζει σ’ όλες τις περιστάσεις την αυτοκτονία, την επιτρέπει μόνο, όταν ο θάνατος απομένει το τελευταίο μέσο προστασίας της τιμής, από την κτηνώδη βία”. Ο ειδωλολάτρης αφέντης, αμέσως την παρέδωσε στον έπαρχο. Αυτός διέταξε και τη θανάτωσαν, μέσα σ’ ένα καζάνι με πίσσα που έβραζε. Και έτσι παρέδωσε στο Θεό την αγνή και καθαρή ψυχή της.

 Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΤΟΣ (Ο ΕΝ ΑΓΚΥΡΑ ).

Ο Θεόδοτος καταγόταν από την Άγκυρα της Γαλατίας και ήταν έμπορος σιτηρών και συγχρόνως εξασκούσε το επάγγελμα του αρτοποιού. Άνθρωπος ευσεβής και ελεήμων ο Θεόδοτος, μοίραζε ψωμιά στους φτωχούς και έκανε συχνά επισκέψεις στους φυλακισμένους χριστιανούς και τους τροφοδοτούσε ανάλογα. Η ειδωλολατρική μανία όμως κατά των χριστιανών εκδηλώθηκε με το φόνο μιας ομάδας χριστιανών παρθένων, στα νερά μιας λίμνης (βλέπε βιογραφία τους 18 Μαΐου). Τη νύχτα ο Θεόδοτος, άνδρας με θάρρος και θερμή πίστη στον Χριστό, έβγαλε από τη λίμνη τα τίμια λείψανα των παρθένων και τα έθαψε. Η ενέργειά του αυτή καταγγέλθηκε στον έπαρχο Θεότεκνο, ο οποίος αμέσως τον συνέλαβε και τον ανέκρινε. Ο Θεόδοτος παραδέχθηκε την ενέργειά του και ο έπαρχος του είπε ότι οι χριστιανοί δε σέβονται καμιά εξουσία και ότι είναι οι πιο μικροπρεπείς και μηδαμινοί των ανθρώπων. Τότε ο Θεόδοτος, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, απάντησε: “Πράγματι, έπαρχε, οι χριστιανοί γνωρίζουν πόσο μηδαμινοί είναι, διότι μόνο αυτοί είναι ικανοί να γνωρίζουν την υπέροχη και ασύγκριτη μεγαλειότητα του Θεού και να κατανοούν την άβυσσο της ανθρώπινης ασθένειας, όταν είναι γυμνή από τη θεία χάρη. Έπειτα, γνώριζε ότι ο τελευταίος των χριστιανών, που έχει ελεηθεί από τον Χριστό και φέρει τον αρραβώνα της αιώνιας βασιλείας, είναι ανώτερος και λαμπρότερος από τους ειδωλολάτρες βασιλείς, οι όποιοι αύριο θα είναι ντροπή και ατιμία μπροστά στο αδέκαστο κριτήριο της θείας δικαιοσύνης”. Ο έπαρχος, εξοργισμένος από τα λόγια του Θεοδότου, διέταξε και του έσχισαν τα πλευρά και τελικά τον αποκεφάλισαν, παίρνοντας έτσι ένδοξα το στεφάνι του μαρτυρίου. (Οι Συναξαριστές και το Απολυτίκιό του τον αναφέρουν σαν Ιερομάρτυρα. Πιθανόν να ήταν συγχρόνως με το επάγγελμα που ασκούσε και επίσκοπος των χριστιανών της περιοχής της Άγκυρας. Ίσως όμως και να συγχέεται με κάποιον άλλο συνώνυμό του που να ήταν πράγματι επίσκοπος).
Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Δόσιν ένθεον, καταπλουτήσας, την της χάριτος ίερουργίαν, Ίερομάρτυς τρισμάκαρ Θεόδοτε, καθάπερ δώρα Θεώ προσενήνοχας, τάς άριστείας των θείων αγώνων σου. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμίν το μέγα έλεος.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια