Ο Θεός τον Θάνατον λυτρωτήν των πόνων,
επεμψεν εις άρρωστον άνδρα γεωπόνον,
να τω δώση άνεσιν των δεινών και κόπων
και εις αναπαύσεως να τον φέρει τόπον
Έφθασεν ο Θάνατος κ’ επί της καλύβης
του πτωχού, εκάθισεν ως η όρνις ίβις ,
στεναγμοί ηκούοντο, οιμωγαί και θρήνοι
ολη κατεσείετο στέγ’ η καλαμίνη.
Πέντε εξ ανήλικα, και από μητέρα
ορφανά, τον θνήσκοντα έκλαιον πατέρα
«Θνήσκεις, πάτερ,» έκραζον κύκλωθεν της κλίνης
και ημάς τα έρημα, αχ! Πού μας αφήνεις;
Ήκουσεν ο Θάνατος και τα ελυπήθη
οικτιρμόν ησθάνθησαν τ’ άπονά του στήθη'.
Άπρακτος επέστρεψεν εις τον Κύριό του,
κ’ ενταυτώ φοβούμενος τον φρικτόν θυμόν Του
αφωνος εις τ’ουρανού ίσταται τας θύρας
-Διατί, ώ Θάνατε, με κενάς τας χείρας ;
-Δια τα παντέρημα τις θα προνοήσει ΄
oταν και ο μόνος των βοηθός τ’ αφήσει ;
-Τρέξ!, είπ’ ο Άναρχος, τρέξε ν’ αποσπάσης ,
λίθον απ’ τα άμετρα βάθη της θαλάσσης
είπε, κ’ εις την θάλασσαν δίχως να βραδύνη
ως βολίς ο Θάνατος πίπτει μολυβδίνη ,
και εις τα ουράνια μετά τάχους ίσου
φέρει τον ζητούμενον λίθον της αβύσσου
-Θραύσε τον! Εις δάκτυλα δύο τον λαμβάνει .
τον συντρίβει κ’ ενδόν του σκώληξ ζων εφάνη
Τότε ο Πανάγιος έκραξεν οργίλως
και ο θόλος έτρεμε τ’ ουρανού ο κοίλος.
-Τις εις τα ανήλια βάθη, αποκρίσου ;
συντηρεί τον σκώληκα τούτον της αβύσσου ;
-Τις εμού δι’ άπαντα προνοεί τα όντα;
-Τις γινώσκει μέλλοντα, πρότερα, παρόντα;
-Τις εμού, ω κάθαρμα! κάλλιον γνωρίζει,
ή ζωήν ή θάνατον πότε να χαρίζη;
Κ’ ενταυτώ το σκήπτρον του αιρ’ η δεξιά Tου
διδ’ εις το μετάφρενον μίαν του Θανάτου
Ήστραψε κ’ εβρόντησε, τον κατακωφαίνει
και κωφός ο Θάνατος από τότε μένει.
Μάταια στα ώτα του ο κλαυθμός μας κρούει
Δεν ακούει δέησιν, θρήνους δεν ακούει.
Ιωάννης Καρασούτας (ποιητής) 1824-1873

0 Σχόλια