Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.



Κούναγε η βάρκα τόσο πολύ που με δυσκολία πήραμε την ευχή του, και βλέπαμε αυτό το κεφαλάκι να ξεπροβάλλει και με ένα ιλαρό βλέμμα να κοιτάζει εμάς και την θάλασσα.
Περάσαμε τον Αρσανά της Σιμωνόπετρας και πορευόμασταν προς την Γρηγορίου. Εκεί έπιασε λιμάνι το καΐκι για να κατέβουν τρεις–τέσσερις προσκυνητές, αλλά το καΐκι το έφερε κοντά στο μουράγιο ο γέρω–Συμεών, που με ένα άγκιστρο σαν σάρισα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έπιασε την κουπαστή και την έσυρε στο μουράγιο.
Μόλις είδε τον γέροντα Πορφύριο, φώναξε:
-Ρε, Πορφύριε, εσύ είσαι;. Ανέβηκε μία μικρή ανηφόρα και χτύπησε το καμπανάκι για να ακούσουν οι γέροντες και φώναξε: -Ο Πορφύρης, ο Πορφύρης. Ελάτε να τον χαιρετήσετε και να πάρετε την ευχή του.- Ο Πορφύρης μπαίνει μέσα.
-Ποδοβολητά ακούστηκαν και ξεπρόβαλαν καμμιά σαρανταριά νέοι μοναχοί να τρέχουν στο καντερίμι να πάρουν την ευχή του Γέροντα. Ο Ιορδάνης φοβούμενος τον καιρό και να μην αναποδογυρίσει η βάρκα με τόσους που ερχόντουσαν να χαιρετήσουν, έβαζε την τάξη. Ο Γέροντας με προσήνεια και οφθαλμό χαρούμενο, τους χαιρετούσε όλους και ασπαζόταν όλων το χέρι. Τα ίδια γίνανε και στην Διονυσίου. Στην Αγίου Παύλου είχε τόσο θάλασσα που δεν μπορούσε να πιάσει, στην Νέα Σκήτη, το κολωνάκι του Αγίου Όρους όπως λένε. Είχαν κατέβει πατέρες στην παραλία ειδοποιημένοι πιθανά τηλεφωνικά από την Γρηγορίου. Τα ίδια και εδώ, ένα πανηγύρι αγάπης.
-Η θάλασσα μάνιαζε χειρότερα όσο προχωρούσαμε στις άκρες του Αγίου Όρους.
Στην Αγία Άννα μπήκε στο λιμανάκι του Αρσανά ο Ιορδάνης και είπε, -Τέρμα, κατεβαίνετε όλοι εδώ. Τι να κάνουμε; Βγήκαμε από την βάρκα. Ο γέρων Πορφύριος ακούνητος.
Ο Ιορδάνης ασφάλισε καλά την βάρκα στο μουράγιο, πήρε ξανά τον Γέροντα αγκαλιά και τον έβγαλε έξω. Ο Γέρων έλεγε, -Θα πάμε, Ιορδάνη, θα καλυτερέψει ο καιρός. Ο Ιορδάνης απάντησε: -Τόσα χρόνια εγώ δεν είδα σε τέτοια φουρτούνα να καλυτερεύει.- Παπά, εσύ την δουλειά σου την ξέρεις και εγώ την δικιά μου. Ακούμπησε τον Γέροντα σε ένα πεζούλι, αφού του έστρωσε τρεις–τέσσερις κουρελούδες, και του είπε πως θα ειδοποιούσε κάποιο σπίτι της παραλίας να τον φιλοξενήσει.
Εγώ δεν έφυγα. Ρώτησα τον πατέρα Φώτιο: -Να πάω με τα πόδια ή να μείνω μαζί σας και να γλυτώσω τόσο κόπο;. Ο πατήρ Φώτιος μου είπε: -Εμείς πάντως θα πάμε, αφού το λέει ο Γέροντας, εσύ κάνε όπως θέλεις. Περίμενα κανένα μισάωρο, ο καιρός χειροτέρευε, αλλά και ο Γέροντας δεν έφευγε από το πεζούλι. Είχαν έρθει και πατέρες από τα γύρω Κελλιά, του φτειάξανε και φασκόμηλο και κουβέντιαζαν μια χαρά, περιμένοντας να φτειάξει ο καιρός. Η νεανική μου ανυπομονησία είχε φτάσει στα όριά της. Πλησίασα τον γέροντα Πορφύριο και τον ρώτησα:
– Πάτερ Πορφύριε, να μείνω μαζί σας, θα πάμε σήμερα ή να φύγω με τα πόδια να πάω στον πατέρα Εφραίμ; Και μου αποκρίθηκε:
– Κάτσε, ευλογημένε, εμείς πάντως θα πάμε.
– Γέροντα, ο καιρός χειροτερεύει, ο Ιορδάνης σκούζει, εσύ έχεις κάπου να πας, εγώ είμαι κοσμικός. Πού θα πάω άμα νυχτώσει;
– Εσύ, Βαγγέλη μου, μου είπε, έχεις δυο που σε βασανίζουν. Το ένα είναι ότι τρως από τα αυτιά σου (εννοούσε ότι μου αρέσουν οι έπαινοι να τους ακούω) και το άλλο βιάζεσαι. Κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός, εμείς πάντως θα πάμε.
-Αφού είδα και απόειδα, πήρα τα ποδαράκια μου, ανέβηκα τα τόσα σκαλοπάτια της Αγίας Άννης και πήρα τον γκρεμό–γκρεμό παράλληλα με την θάλασσα για τους Δανιηλαίους, και τότε είδα το θαύμα! Το καΐκι του Ιορδάνη να ταξιδεύει στο γυαλό, πίσω από το καΐκι κύματα μανιασμένα, μπροστά από το καΐκι θάλασσα λάδι, σαν να κόβεις βούτυρο με μαχαίρι, ο ουρανός ενώ ήταν καταχνιά είχε ανοίξει και δέσμες φωτός σαν προβολείς σκέπαζαν το καΐκι προς την διαδρομή του. Καμμιά δεκαριά δελφίνια ήσαν δίπλα στην βάρκα, ο δε γερω–Πορφύριος καθόταν στην άκρη της βάρκας, είχε το χέρι μέσα στο νερό και χάϊδευε τις μουσούδες των δελφινιών, τα οποία χοροπηδούσαν γύρω–γύρω. Τότε μέσα μου αναφώνησα... -Τούτος είναι άγιος.
Πράγματι φτάσανε στα Καυσοκαλύβια και ο Γέροντας ανέβηκε στο Κελλί του και από τότε πια δεν ξαναβγήκε. Ακόμη και τα κόκκαλά του χάθηκαν για να μην τον τρέφουν τα αυτιά του.

Μαρτυρία π. Ευαγγέλου Παπανικολάου, Ιατρού

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια