ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΜΑΣ ΝΤΥΝΟΥΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΕΤΕΣ ΜΑΣ.



Η οικογένειά μας ήταν δεκαπενταμελής. Οι γονείς μου με μεγάλη δυσκολία τα' βγαλαν πέρα, με δεκατρία παιδιά. Εγώ σπούδασα ιατρική. Μόλις πήρα το πτυχίο μου, μ' έστειλαν στην επαρχία να εργαστώ. Κάποια μέρα έλαβα τηλεγράφημα ότι η μητέρα μου ήταν σοβαρά άρρωστη. Όμως οι αρχές δεν με άφησαν να πάω, γιατί στην περιοχή που υπηρετούσα υπήρχε επιδημία.
Η μητέρα ζούσε τις τελευταίες της στιγμές. Την περιποιόταν η αδελφή μου Τατιάνα. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια, της ζήτησε να τη θάψουμε με το φόρεμα που φορούσε στο γάμο της που τόσο ευλόγησε ο Θεός. - Είναι αγιασμένο κι αυτό από το Μυστήριο και θέλω μ΄ αυτό να με θάψετε, Τατιάνα, της είπε. Η αδελφή μου – νεόνυμφη τότε – με κόπο συγκρατούσε τους λυγμούς της. Της υποσχέθηκε να εκτελέσει την επιθυμία της. Η μητέρα τη στήριξε λέγοντάς της: -Φρόντισε τα μικρότερα αδέλφια σου. Ο Θεός που με καλεί, Εκείνος και θα σας προστατέψει.
Πέρασαν δυο μήνες από το θάνατό της. Τότε μόνο μου επέτρεψαν οι σοβιετικές αρχές να πάρω άδεια και να πάω σπίτι μας. Έφτασα γύρω στις 2 το μεσημέρι. Μπαίνοντας στην αυλή μας, τι να δω! Η μητέρα στεκόταν μπροστά μου, περιμένοντας με. Τα΄χασα. Με πλησίασε και με καθησύχασε, λέγοντας: -Σέργιε, μην τρομάζεις!
-Μα, μητέρα, έμαθα ότι έφυγες από τη ζωή…, ψελισσα.
Κι εκείνη σταθερά μου απάντησε: -Αυτό δεν σημαίνει τίποτα, παιδί μου. Τώρα είμαι περισσότερο ζωντανή, παρά τότε που βρισκόμουν μαζί σας! Δεν είναι τυχαίο που εμφανίζομαι τώρα σ΄ εσένα. Ο Κύριος επέτρεψε να γίνει. Λυπάμαι, αλλά η Τατιάνα δεν έκανε αυτό που της ζήτησα πριν φύγω για τους Ουρανούς. Δεν μ΄ έβαλε στον τάφο με το νυφικό μου, όπως την παρακάλεσα. Λυπήθηκε το φόρεμα. Φοβάμαι για την ψυχή της. Πες της, σήμερα κιόλας να το δώσει σε φτωχό. Μη νομίζετε ότι το χρειάζομαι το φόρεμα αυτό. Εκεί που βρίσκομαι, μας ντύνουν σύμφωνα με την πίστη, τα έργα και τις όποιες αρετές μας.
Εγώ είχα σαστίσει και τρέμοντας της είπα: -Για ποιο φόρεμα μου μιλάς μητέρα; Δεν καταλαβαίνω. Μάλλον τρελλάθηκα. Εκείνη με ηρέμησε: -Μην ανησυχείς Σέργιε, εγώ είμαι ζωντανή. Μόνο το σώμα μου πέθανε. Κι αυτό, προσωρινά, μέχρι τη γενική ανάσταση. Πάντως για το νυφικό, θα σου εξηγήσει η Τατιάνα. Εσύ πες της ότι με είδες.
Με σταύρωσε με έναν μεγάλο Σταυρό, λέγοντας: -Σε λίγο παιδί μου θα κάνεις οικογένεια. Φρόντισε να αναθρέψεις χριστιανοπρεπώς τα παιδιά σου. Να θυμάσαι, Σέργιε, ότι στον άνθρωπο που δεν νοιώθει την Εκκλησία μητέρα του, σ΄ αυτόν τον άνθρωπο κι ο Θεός δεν είναι Πατέρας. Με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε.
Μπήκα στο σπίτι και φώναξα αμέσως την αδελφή μου: -Τατιάνα, Τατιάνα, μόλις τώρα συναντήθηκα με τη μαμά και μιλήσαμε!.
-Σέργιε τι λες ; Είσαι στα καλά σου; γούρλωσε τα μάτια η αδελφή μου. Και συνέχισε: -Κι εγώ την είδα δυο φορές στον ύπνο μου! Τη βεβαίωσα ότι πριν λίγο στην αυλή μιλήσαμε πρόσωπο με πρόσωπο! Κι ότι μου παραπονέθηκε ότι δεν σεβάστηκε την επιθυμία της να ενταφιασθεί με το ευλογημένο φόρεμα του γάμου της. Η Τατιάνα άσπρισε σαν το χιόνι κι άρχισε να κλαίει. Την παρηγόρησα, λέγοντάς της ότι η μητέρα είπε ότι την συγχωρεί , φτάνει σήμερα κιόλας να δοθεί το νυφικό σε κάποιον φτωχό.
-Μα ποιος θα έλθει σπίτι μας , αδελφέ μου, που όλοι ξέρουν τα μεγάλα προβλήματα της ανέχειας μας, μου είπε με παράπονο.- Ο πατέρας είναι άρρωστος. Χρωστάμε παντού. Ποιος θα έλθει…. Έτρεξε πάντως η Τατιάνα, έφερε το φόρεμα και το απόθεσε στο τραπέζι.
Σε δυο ώρες χτύπησε η πόρτα. Ήταν ένας γεροντάκος βουρκωμένος. Μη μπορώντας να μιλήσει καλά -καλά από συγκίνηση μας παρακάλεσε: -Καλά μου παιδιά, προσφέρετε κάτι στο Όνομα του Χριστού. Παντρεύεται η εγγονή μου και είμαστε πάμφτωχοι. Έτσι πήρα τους δρόμους να της βρω φόρεμα όπως – όπως για να την παντρέψουμε . Άστραψαν τα μάτια μας κι αρχίσαμε κι εμείς να κλαίμε με λυγμούς και να δοξάζουμε τον Θεό!….
 
Άνθη τής Αγίας Ρωσίας. Μανώλης Μελινός. 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια