Ο ηγούμενος της Μονής δεν άντεξε. Υπέκυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή. Τον μοναχό Συμεών* (αγιο Γεώργιο Καρσλίδη) τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι’ αυτόν: «Να ο προφήτης!».
Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ο διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τους φόρεσαν λευκούς χιτώνες, τους οδήγησαν δεμένους στην άκρη απόκρημνων βράχων. Και από εκεί τους γκρέμισαν, αφού προηγουμένως τούς πυροβολούσαν ασταμάτητα. Ο μοναχός Συμεών δέχθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε στο σιδερένιο περίβλημα της εικόνας της Παναγίας πού φορούσε, η άλλη τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και η τρίτη στα πόδια. Ο Όσιος σώθηκε θαυματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού έλεγε: «Να αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι θανάσιμες».
Όμως oι εχθροί της πίστεως δεν ησύχασαν. Απαιτούσαν από τον Άγιο να αρνηθεί την Ορθοδοξία του. Και ο Συμεών απάντησε με έντονη φωνή χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι του διοικητή: «Εσύ δεν έχεις εξουσία περισσότερη από τον Θεό». Γι’ αυτό φυλάκισαν τον Όσιο και πάλι, τώρα σε σκληρότερες και πιο απάνθρωπες συνθήκες. Εκεί μέσα στη φυλακή ο Άγιος ασθένησε βαριά, του έπεσαν τα δόντια και υπέφερε φρικτά στα πόδια του. Ο πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευγενών ανθρώπων της περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυρος και του ομολογητού. Με μορφή καταπονημένη αλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει με εράνους… Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.
Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης εκάρη μοναχός με το όνομα Συμεών στις 20 Ιουλίου 1919 στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής στην Γεωργία. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς στη μονή της αγίας Νίνας στην Μτσχέτα, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος, όπως του προείπε ο Άγιος Γεώργιος όταν ήταν μικρό παιδί. .
Θυμάμαι…..
Αναμνήσεις του Σ.Α.Ρ., συγκρατούμενου του π. Αρσενίου ”ΖΕΚ – 18376”
Θυμάμαι… Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεχάσω το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος….
Στο Ειδικό είσαι πάντα ένας μελλοθάνατος, ένας άνθρωπος που έχει χάσει κάθε δικαίωμα στη ζωή. …
Ο,τι κι αν κάνουμε σε τούτο τον καταραμένο τόπο είναι χωρίς σημασία. Όλοι θα ψοφήσουμε. Κι αυτός προσεύχεται! Γιατί; Τι του χρειάζεται η προσευχή;…
Όταν ήμουν ελεύθερος, άκουγα πως υπάρχουν θρησκευόμενοι, που τους εξορίζουν, επειδή παλεύουν ενάντια στην εξουσία.
Στο σπίτι μας τη θρησκεία την είχαμε ταυτίσει με την προκατάληψη και τη δεισιδαιμονία. Τους πιστούς τους θεωρούσαμε ανθρώπους καθυστερημένους, απαίδευτους, ανόητους.
Τι να την κάνεις την πίστη; Και σε τι να πιστέψεις, όταν βρίσκεσαι ς’ ένα στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, όπου απαραίτητα θα χαθείς;…
Η απελπισία με κυρίευε όλο και περισσότερο. Δεν ήθελα πια να ζήσω. Δεν είχα το κουράγιο να ζήσω!
Αποφάσισα να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Άλλωστε, για την οικογένειά μου ήμουν από καιρό νεκρός. Το ξέρω καλά, θα ζήτησαν πληροφορίες για μένα από τις κρατικές αρχές και θα πήραν τη στερεότυπη απάντηση: ‘’Δεν υπάρχει στους καταλόγους’’.
Λοιπόν, το αποφάσισα. Να ζήσω άλλο έτσι δεν μπορώ. Μήτε και να πεθάνω όταν θα το θελήσει η φρουρά ή κάποιος εγκληματίας…, ή ακόμα όταν θα με τσακίσουν η πείνα και η παγωνιά. Θέλω να πεθάνω τώρα, αυτή τη στιγμή! Ταλαιπωρήθηκα τόσο! Φτάνει πια!
Μήπως όμως είναι δειλία;… Όχι, είναι η μόνη λύση. Για τη ζωή μπορείς να παλέψεις μόνο σαν έχεις κάποιαν ελπίδα. Και καμιά ελπίδα δεν υπάρχει στο Ειδικό.
Σηκώνομαι τη νύχτα και τραβάω για το αποχωρητήριο. Εκεί εξέχει ένα δοκάρι, που το χρησιμοποίησαν κιόλας πολλοί. Τυλίγω στη μέση μου ένα σχοινί, που το ‘κλεψα την ώρα της δουλειάς, και λέω μέσα μου :‘’Γρήγορα , να τελειώνουμε… Σε λίγο δεν θα υπάρχω – και καλύτερα!’’
Προχωράω αθόρυβα στο διάδρομο, ανάμεσα στα κρεβάτια. Όλοι γύρω κοιμούνται.
Περνάω δίπλα από το γερο, που προσεύχεται ακίνητος, όπως πάντα. Είναι βυθισμένος ολόκληρος στον εαυτό του. Δεν με παίρνει είδηση, καθώς τον προσπερνάω βιαστικά.
Μα ξάφνου… γυρίζει προς το μέρος μου! Με πλησιάζει, με πιάνει από το χέρι και μου λέει σιγανά:
– Καθηστε! Δεν είστε μόνος εδώ μέσα. Πολλοί είμαστε στην ίδια θέση. Αλλά μαζί μας είναι ο Θεός!
Κάθομαι. Εκείνος μου μιλάει ήρεμα, στοργικά, καθησυχαστικά. Τον ακούω αμίλητος. Και σε μια στιγμή, συνειδητοποιώ πως αρχίζω να του απαντώ ψιθυριστά.
Είμαι θυμωμένος. Γιατί μου γίνεται εμπόδιο; Ο,τι θέλω θα κάνω με τη ζωή μου, δεν είναι δική του δουλειά….Πως όμως γνωρίζει το παρελθόν μου; Αναφέρει τόσα περιστατικά, τόσες λεπτομέρειες, που με τρομάζει. Πως τα έμαθε όλα τούτα;…
Ναι καταλαβαίνει, λέει, πόσο δύσκολη είναι η κατάστασή μου. Είμαι άρρωστος, εξουθενωμένος, ταπεινωμένος, πεινασμένος. Όμως όλα αυτά, όσο φοβερά κι αν είναι, μπορώ να τ’ αντιμετωπίσω, φτάνει να το θελήσω.
Του απαντώ απότομα, σκληρά. Τον προσβάλλω. Κάνω να σηκωθώ, αλλά με συγκρατεί. Μου σφίγγει το χέρι. Συνεχίζει να μου μιλάει… Τον διακόπτω:
– Φτάνει! Δεν θέλω ν’ ακούσω τιποτ’ άλλο!
Μα εκείνος δεν σταματάει. Μου εξηγεί πως ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη ζωή του. Αντίθετα, πρέπει να κάνει ο,τι μπορεί για να τη διαφυλάξει. Τον ακούω… Και σε λίγο, ξαφνικά, νιώθω πως κάτι έχει αλλάξει μέσα μου. Απροσδόκητα, μ’ έναν μυστικό τρόπο, ο γέρος με παρηγορεί, με στηρίζει, με εμψυχώνει.
Τι ακριβώς μου συμβαίνει; Τι;… Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ξεκάθαρα, αλλά να… δεν αισθάνομαι πια μόνος!
Μου μιλάει τώρα για το Θεό του, όχι όμως πιεστικά. Μου εξηγεί την πίστη του, όχι όμως με φανατισμό. Δεν προσπαθεί να με πείσει, δεν αγωνίζεται να με προσηλυτίσει. Απλά μου ανοίγει την καρδιά του και μου αποκαλύπτει τον κόσμο του, έναν άλλο κόσμο με τεράστια εσωτερική δύναμη.
Το βάρος της ψυχής μου γίνεται πολύ πιο ελαφρό, καθώς αυτός ο δυνατός άνθρωπος το μοιράζεται μαζί μου.
Δεν με μαγνητίζει πια το δοκάρι του αποχωρητηρίου. Μένω κοντά στο γερο…
Αργότερα θα πληροφορηθώ πως δεν είναι καθόλου γέρος. Το ειδικό είναι που τον γέρασε πρόωρα. Οι περισσότεροι τον αποκαλούν Πέτρο Αντρεγιεβιτς, άλλοι π. Αρσένιο. Δεν είναι όμως τόσο το όνομα, όσο η μορφή και η ζωή του που δεν μπορεί ποτέ κανείς να ξεχάσει.
Μου αποκάλυψε μια νέα ζωή. Μου γνώρισε την αλήθεια, το Θεό.. Ξανάχτισε το γκρεμισμένο εσωτερικό μου ‘’είναι’’.
Θα μπορούσα να μιλάω γι’ αυτόν χωρίς διακοπή. Τα καλά και θαυμαστά του έργα είναι αναρίθμητα. Όλα, πάντως, κινούνται γύρω από δυο άξονες, που λέγονται Χριστός και αγάπη.
Θυμάμαι τα λόγια του ‘’Κάθε άνθρωπος φεύγοντας από τη ζωή, πρέπει κάτι ν’ αφήσει πίσω του, Το σπίτι που έχτισε, το δέντρο που φύτεψε, το βιβλίο που έγραψε…
Και αυτά όχι για τον εαυτό του, αλλά για το συνάνθρωπό του. Ακόμα και μετά το θάνατό σου, θα εξακολουθήσει να υπάρχει κάτι από σένα ς’ όλα όσα άγγιξαν τα χέρια σου. Οι άνθρωποι θα σε θυμούνται, όταν θα βλέπουν με χαρά αυτά που τους άφησες, και θα δοξάζουν τον Κύριο. Δεν έχει σημασία το τι έκανες, φτάνει να το έκανες στο όνομα του Θεού και από αγάπη στον άνθρωπο…
Η πιο μεγάλη , η πιο σπουδαία, η πιο θεάρεστη αρετή είναι η αγάπη. Ν’ αγαπάς τους αδελφούς σου, που είναι εικόνες του Θεού, να τους βοηθάς στην ανάγκη τους, να τους συμπαραστέκεσαι στον πόνο τους, να προσεύχεσαι για τη σωτηρία τους….’’
Αυτό έκανε ο ίδιος. Αυτό δίδασκε και τους άλλους, ανάβοντας μέσα τους τη φωτιά της θείας αγαθοσύνης, μεταδίδοντας τους την ουράνια φλόγα της πίστεως, που έκαιγε μέσα στην ψυχή του.
Μιλούσε και σε κοίταζε στοργικά με τα μεγάλα, διαπεραστικά μάτια του. Τότε διαισθανόσουν ότι γνωρίζει για σένα πολλά, περισσότερα απ’ όσα γνωρίζεις εσύ ο ίδιος για τον εαυτό σου. Η γαλήνια φωνή του σε καθήλωνε, τα φιλάνθρωπα λόγια του σε ειρήνευαν, οι συνετές συμβουλές του σε στήριζαν, τα σοφά επιχειρήματά του σε έπειθαν, η απερίγραπτη πίστη του σε ενέπνεε.
Όταν έγινε μοναχός, ονομάστηκε Αρσένιος, που σημαίνει ανδρείος. Συμβολικό όνομα. Ήταν πράγματι ανδρείος, ατρόμητος. Δεν φοβόταν τίποτα και κανένα, παρά μόνο τον Θεό. Ο Κύριος ήταν η δύναμή του, το καταφύγιό του, η ελπίδα του, η ζωή του.
Όταν ελευθερώθηκε , πήγα και τον βρήκα στο Ροστωφ-Βελικι, όπου εγκαταστάθηκε.
Το ταπεινό σπιτάκι και το φιλόξενο δωμάτιο, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν μπορούν να χαθούν από τη μνήμη μου. Πόσες ώρες, πόσες μέρες ευχάριστες περάσαμε εκεί μαζί του!…
Το να προσεύχεται κανείς μαζί του ήταν εμπειρία συναρπαστική, ουράνια. Ναι, θαρρούσες πράγματι πως ο ουρανός κατέβαινε στη γη. Η χάρη του Θεού σε τύλιγε αισθητά.
Όταν απευθυνόταν στην Υπεραγια Θεοτόκο, γινόταν άλλος άνθρωπος. Διάβαζε τους Χαιρετισμούς, και νόμιζες ότι είχε μεταφερθεί ς’ ένα άλλο κόσμο, όπου παρέσυρε κι εσένα, κάνοντάς σε να ξεχνάς που βρίσκεσαι. Με πόση θέρμη και αγάπη, με πόσο πόθο και πόνο ζητούσε την προστασία και τη μεσιτεία της Βασίλισσας των Ουρανών για τα πνευματικά του τέκνα, για μας και ολόκληρο το λαό μας!
Μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο, έκανε μνημόσυνο για τους κεκοιμημενους. Συγκλονιστικά μνημόσυνα! Προσευχόταν για την ανάπαυση χιλιάδων ψυχών. Η όψη του ήταν αλλοιωμένη. Κάθε τόσο ξεσπούσε σε δάκρυα. Καταλαβαίναμε καλά όλοι, πόσο στενή ήταν η επαφή του με τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, πόσο οικείες και πόσο αγαπητές του ήταν οι ψυχές εκείνων, που είχαν φύγει για πάντα….
Από το βιβλίο «π. Αρσένιος ο Κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376” – Μαρτυρίες, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού
‘Οσιος Γεώργιος Καρσλίδης
Μια χειμωνιάτικη μέρα η Κ.Τ. βρισκόταν στο μοναστήρι. Καθόταν στο κελί του Γέροντα και κοίταζε ένα όμορφο καδράκι που είχε πάνω από τη πόρτα. Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε γιατί της άρεσε πολύ. Ήθελε να το αντιγράψει και μετά να το κεντήσει για να το κάνει ένα ωραίο καδράκι, αλλά δεν είχε ούτε χαρτί ούτε μολύβι. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα κι ο Γέροντας την πλησίασε κρατώντας χαρτί και μολύβι και λέγοντας της:
“Κωνσταντίνα παιδί μου γράψε το”.
Το καδράκι αυτό έγραφε:
“Θεία του οίκου τούτου ευλογία. Όπου πίστις εκεί και αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ειρήνη. Όπου ειρήνη εκεί και ευλογία. Όπου ευλογία εκεί Θεός και όπου Θεός ουδεμία ανάγκη”.
Όταν λειτουργούσε γινόταν άλλος άνθρωπος. Οι εκκλησιαζόμενοι άκουγαν διαφόρους ήχους στο ιερό βήμα από ουράνιους επισκέπτες του. Γονάτιζαν κι έψαλλαν το «Κύριε ελέησον».
Μία φορά είπε ο όσιος στον ψάλτη του: Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω. Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος…
Μετά ένα άλλο σαρανταλείτουργο τον ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες για να το τελειώσεις;
—Όχι παιδί μου, μου ήταν τόσο ευχάριστο, σαν να έκανα έναν εσπερινό, γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας σου έχει ένα πλούσιο τραπέζι σαν του Αβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Εμείς ήμασταν τόσο φτωχοί, που σχεδόν ήμασταν πεινασμένοι, που το βρήκε ο πατέρας μας αυτό το πλούσιο τραπέζι;
—Μη το βλέπεις έτσι, τον διόρθωσε ο όσιος, μπορεί να μη είχε να δώσει, μα η ψυχή του ήθελε πολύ να δίνει, και ο Θεός το μέτρησε σαν να έδινε. Η μάνα σου είναι σαν υπηρέτρια στον πατέρα σου, γιατί ήταν αρκετά κουραστική και τον στενοχωρούσε, όλο γκρίνιαζε. Αλλά ο πατέρας σου πάντα με το χαμόγελο της φερόταν και με πολύ καλωσύνη.
Στους συγγενείς σας είχατε και μία τυφλή, που ξεχάσατε να τη γράψετε. Ήταν αγνή και πολύ αγαθή.
—Μα εσύ που την ήξερες, ρώτησε απορημένος ο άνθρωπος.
—Όταν μνημονεύω, έρχεται κι εκείνη στα κόλλυβα, αλλά έρχεται σαν μουσαφίρισσα, δεν ενώνεται με τους άλλους. Τώρα ο καθένας πήγε στη θέση του και για σας άνοιξε δρόμος…
Όταν θα λειτουργούσε, σηκωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί και να ετοιμαστεί για το μέγα μυστήριο.
Ήταν ακούραστος και ιεροπρεπής, δεν βιαζόταν, και στεκόταν μπροστά στην αγία τράπεζα σαν αναμμένη λαμπάδα.
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση, στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.
Λόγοι και Διδαχές του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη
Από τον ‘Οσιο Γεώργιο Καρσλίδη μόνο καλό λόγο θα άκουγες. Πρώτα να προσεύχεστε, η πρώτη λέξη του ήταν η προσευχή, γιατί «η προσευχή, έλεγε, είναι δύναμη, θεραπεία. Και σε μένα που έρχεστε να πάρετε ευχή και εγώ προσεύχομαι για εσάς. Με την προσευχή και την πίστη γίνονται όλα. Άμα δεν πιστεύετε, ότι και να κάνετε είναι άδειο (εύκαιρο, έτσι το έλεγε στα Ποντιακά), άδικα κουράζεστε, αν όμως πιστεύετε, θεραπεύεστε».
Να έχετε πραότητα και αν σας προσβάλλη ο άλλος, , να μη θέλετε να τον εκδικηθείτε, αλλά να τον συγχωρείτε και να του δείχνετε καλοσύνη. Γιατί, παιδιά μου, από το καλό έρχεται καλό, από το κακό ποτέ δεν έρχεται καλοσύνη. Γι’ αυτό και σεις μη μαλώνετε με έναν άνθρωπο, που θα σας πειράξη, γιατί θα πληθύνη το κακό, αλλά δείξετε του καλοσύνη για να ηρεμήση και να έχετε μισθό από τον Θεόν. “Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε” μας λέγει ο Χριστός».
«Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία».
«Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία».
«Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω».
Προφητικά έλεγε: «Θα ‘ρθει καιρός που ο κόσμος θα περάσει δύσκολα χρόνια. Στην αρχή θα φαίνονται καλά, αλλά ύστερα θα υποφέρουν. Ο Θεός κανέναν όμως δεν αφήνει. Μπορεί να πέφτει στην δοκιμασία, αλλά έτσι θέλει ο Θεός, να δοκιμαστούμε και να δούμε ποιος θα αντέξει στην δοκιμασία. Και όποιος αντέξει, κέρδισε. Μετά όλα περνάνε και ο Θεός, ο μεγάλος, θα φέρει τον άνθρωπο πάλι στον δρόμο του…»
«Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να ‘ρθει και να καθίσει στην Πόλη…»
Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη! Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει σήμερα, από πριν πενήντα χρόνια!
Θα έλθει καιρός, που οι άνθρωποι θα κυκλοφορούν γυμνοί. Θα έχουμε μεγάλους σεισμούς και καταστροφές.
Ένα πρωινό μετά τη Θεία Λειτουργία, ρώτησα τον Γέροντα γιατί έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της Παναγίας. Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του: «Γιαβρούμ, πως να μη κλαίει η Παναγία μας μ’ αυτά που γίνονται και μ’ αυτά που θα γίνουν…»
«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν».
Θα έχετε ένα ανίκητο όπλο πάντα μαζί σας και αυτό είναι Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ, να είσθε σίγουροι ότι όταν ΤΟΝ κρατάτε με πίστη και ΤΟΝ προσκυνάτε με ευλάβεια τα δαιμόνια της Ευρώπης θα φρίττουν και θα φεύγουν από εκεί που ήρθαν Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής
Ιερά Μητρόπολις Μόρφου.
0 Σχόλια