Πέρασε ο πρώτος μήνας στό νοσοκομείο, πέρασε κι ο δεύτερος. Δέν πρόλαβε νά κάνει εγχείρηση, δέν πρόλαβε νά περάσει από μαχαίρι. Ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος τής Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά μπροστά του ανοιγμένους τούς ουρανούς καί τούς αγγέλους κατά χιλιάδες, νά τόν υποδέχονται. Στάθηκε λίγο πρωτού ξεψυχήσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά, κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή, σέ άλλη χώρα τόν καλούσε. - Είσελθε τέκνον, είσελθε είς τήν χαράν Τού Κυρίου σου. Σέ αναμένει, ο τής δικαιοσύνης στέφανος...- Είς εμέ? είς εμέ τό λέγεις Κύριε ?...πρόλαβαν νά ψιθυρίσουν γιά στερνη φορά τά χείλη του. Κι ανοίγοντας τό στόμα νά πάρει ανασεμιά, είδε πώς μεταφέρεται. Παρέδωσε τήν αγία υπομονετική ψυχή του, στόν Αγαπημένο του Αφέντη. Στόν Αφέντη τών ουρανίων, τών επιγείων καί καταχθονίων. Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε...- Σεβασμιώτατε, Σεβασμιώτατε, ανάκραξε μέ λυγμούς. Ηρθε μία σαβανώτρια από τό προσωπικό τού νοσοκομείου νά βοηθήσει τήν γερόντισσα. Τό νεκρό σώμα μοσκομύριζε.. Θεέ καί Κύριε!..κάτι πήγε νά πεί η γερόντισσα,μά δέν μπόρεσε. Γιά μία στιγμή, έβγαλαν τήν μάλλινη φανέλλα καί τήν πέταξαν πρόχειρα στό διπλανό κρεββάτι.Κι ώσπου νά προχωρήσουν, νά τελειώσουν μέ τά σάβανα, ο διπλανός άρρωστος,ο άνθρωπος πού έπασχε από παράλυση τών κάτω άκρων κινήθηκε καί πετάχθηκε όρθιος. Αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στά πόδια του κι έκανε τόν σταυρό του...- Σηκώθηκα..περπατάω!ανάκραξε δυνατά. Θεέ μου, έγινα καλά! Τί έχει αυτή η φανέλλα? Γιά δές ήταν στ'αλήθεια όρθιος καί περπατούσε. Δέν κατάλαβαν, απόμειναν νά χάσκουν. Τό νεκρό σώμα μοσκομύριζε. Η γερόντισσα πήρε τήν φανέλλα, τήν έβαλε ένα κουβάρι στό ράσο της. Τά χέρια της έτρεμαν. Απόρησαν οι γιατροι, απόρησε καί τό προσωπικό τού νοσοκομείου, όταν έμαθαν πώς ο φτωχός ρασοφόρος από τήν Αίγινα ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στήν Ριζάρειο καί ήταν λέει..Δεσπότης. Μία νύχτα θρήνου, πέρασε η γερόντισσα Ευφημία. Αργά τό πρωϊ έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης καί λίγο πιό έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Αγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στήν Ριζάρειο καί δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείων.
Εφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν τό φέρετρο καί τήν νεκροφόρα καί ξεκίνησαν γιά τόν Πειραιά. Τό βαποράκι τής γραμμής, θά σήκωνε άγκυρα γιά τήν Αίγινα στίς δύο τό μεσημέρι. Η νεκροφόρα μέ κάποιες διατυπώσεις πού έπρεπε νά γίνουν, έφθασε στόν καθεδρικό ναό τής Αγίας Τριάδος στόν Πειραιά, λίγο μετά τίς δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός. Ολοι οι αρμόδιοι καί ο νεωκόρος, έλειπαν γιά μεσημεριάτικη διακοπή. Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στό πεζοδρόμιο κόσμος. Από στόμα σέ στόμα, μαθεύτηκε στήν πόλη η κοίμηση τού γέροντα τής Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε τό φέρετρο. Καθώς τό έφεραν σιμά στά σκαλοπάτια τού ναού, γιά νά πάρουν τουλάχιστον μία φωτογραφία, στήν πόλη καί στόν χώρο όπου τόσο είχε κηρύξει καί αγαπήσει. Ανοιξαν τό καπάκι καί...τά'χασαν, μούδιασαν. Παρατήρησαν κάτι τό ασυνήθιστο, τό καταπληκτικό. Από τήν ήρεμη καί γαλήνια μορφή, έσταζε κάτι σάν ιδρώτας πού μοσκομύριζε...Θεέ καί Κύριε! Ο Κώστας Σακκόπουλος έτρεξε σαστισμένος κι αγόρασε από τό περίπτερο ένα πακέττο μπαμπάκι καί σκούπισε σιγά-σιγά καί απαλά από τό πρόσωπο, τόν μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε πήραν μικρές τούφες από τό βαμβάκι, τό'φεραν ευλαβικά στό μέτωπό τους κι άλλοι τό έκρυβαν στίς τσέπες τους. - Δέν έχει βάρος, δέν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σάν πούπουλο, φώναξαν καί οί άνδρες πού σήκωναν τό φέρετρο, έτοιμοι νά τό ξαναφέρουν στήν νεκροφόρα.
Σώτου Χονδρόπουλου
0 Σχόλια