Ηταν ημέρα τών Αγίων Θεοδώρων στίς 21-2-1971,Ψυχοσάββατο.Είχα γράψει γιά πρώτη φορά τόν βίο του,από τά στοιχεία πού είχα τότε καί τόν διάβαζα,μήν τυχόν έκανα κανένα λάθος στήν μετάφραση τής Φαρασιώτικης,πού άκουγα από τούς γέρους.
Ήθελε δύο ώρες ο ήλιος νά βασιλέψει κι ενώ διάβαζα,μέ επισκέφθηκε ο Πατήρ Αρσένιος κι όπως ο καθηγητής χαϊδεύει τόν μαθητή,πού έγραψε καλά τό μάθημα,τό ίδιο μού έκανε κι αυτός. Παράλληλα μέ άφησε μέ μία ανέκφραστη γλυκύτητα καί αγαλλίαση ουράνια στήν καρδιά μου,πού ήταν αδύνατον νά τήν αντέξω.Ετρεχα έξω μετά τήν περιοχή τού Καλυβιού μου σάν τρελλός καί τόν φώναζα,γιατί νόμιζα ότι θά τόν εύρισκα.(Ευτυχώς πού δέν είχε έλθει κανένας επισκέπτης,διότι κι αυτός θά ανησυχούσε κι εγώ δέν θά μπορούσα νά τού πώ τήν αιτία εκείνης τής θείας τρέλλας,γιά νά τόν καθησυχάσω). Αλλοτε φώναζα δυνατά -Πάτερ μου,Πάτερ μου- κι άλλοτε φώναζα σιγώτερα,-Θεέ μου,Θεέ μου-κράτησε λίγο σφιχτά τήν καρδιά μου,μέχρι νά ιδώ,τί θά απογίνει απόψε-.Διότι τήν μεγάλη εκείνη Παραδεισένια γλυκύτητα,ήταν αδύνατον νά τήν αντέξει η πήλινη καρδιά μου,άν δέν βοηθούσε Ο Θεός.
Όταν είχε νυχτώσει πιά καί οί ελπίδες μου είχαν χαθεί- γιατί μέχρι τότε νόμιζα ότι θά τόν εύρισκα-κοίταζα πιά στόν Ουρανό. Αυτό πού μ'έκανε νά συμμαζευθώ στό κελλί μου ήταν,τό ότι θυμήθηκα τήν ημέρα τής Αναλήψεως Τού Κυρίου. Ενώ επί σαράντα ημέρες επισκεπτόταν Ο Χιστός τήν Παναγία μέ τούς μαθητάς Του, γιά μιά στιγμή,τήν ημέρα τής Αναλήψεως,Τόν βλέπουν νά χάνεται στούς Ουρανούς μπροστά στά μάτια τους.
Αφού μπήκα στό κελλί μου μετά, τήν γλυκύτητα εκείνη πάλι τήν ένοιωθα καί στήν συνέχεια τής νυκτός. Αυτό όμως μέ έβαλε σέ λογισμούς. Μήπως ο Καλός καί Δίκαιος Θεός έστειλε τόν Πατέρα Αρσένιο,γιά νά μού εξοφλήσει σ'αυτή τήν ζωή τά πέντε-εξι κομποσχοίνια πού έκανα σάν καλόγηρος, μέ αυτήν τήν Παραδεισάένια γλυκύτητα,επειδή οί αμαρτίες μου είναι πολλές καί μεγάλες; Δέν ξέρω,γι αυτό σάς παρακαλώ,εύχεσθε γιά τήν αγάπη Τού Χριστού,νά μέ ελεήσει Ο Θεός.
Μού παρουσιάσθηκε καί δεύτερη φορά ο καλός Πατέρας,μέ τήν διαφορά πώς ήταν νύχτα σέ αγρυπνία Ηταν 29η Μαρτίου 1971,μνήμη τών Οσιομαρτύρων Βαραχησίου καί Ιωνά,παραμονή τών Βαϊων. Ενώ έλεγα τήν ευχή καθιστός,τά μεσάνυχτα,δέν κατάλαβα άν μέ είχε πάρει ό ύπνος ή ήμουν ξυπνητός. Είδα έναν απέραντο κάμπο μέ σιτάρι έτοιμο γιά θερισμό καί πολλοί εργάτες νά θερίζουν προαιρετικά,χωρίς νά επιστατεί κανείς.Απέναντι δέ ήταν ένας κοινός τάφος,από τήν μία μέχρι τήν άλλη άκρη τού μεγάλου κάμπου. Στήν άλλη επίσης πλευρά τού κάμπου ήταν ένα κτίριο,όπου έμεναν ασυρματιστές. Ηταν δέ εκεί κι ένας Αξιωματικός πού επέβλεπε. Ο Αξιωματικός αυτός έβγαινε καί έξω κάπου-κάπου γιά νά κάνει παρατηρήσεις σ'αυτούς πού δέν θέριζαν, μέ τά εξής λόγια.
-Αφού θά σάς πληρώσει Ο Χριστός,γιατί δέν θερίζετε;
Στό μεγάλο εκείνο χωράφι,είχα κι εγώ ένα μικρό κομμάτι γιά νά θερίζω, όπως καί στό κτίριο τών Διαβιβάσεων ένα μικρό γραφείο μέ υπεύθυνη εργασία. Γι αυτό τότε θέριζα λίγο,διότι έτρεχα καί στό γραφείο,γιά νά διαβιβάσω τά σήματα πού συγκεντρώνονταν.
Οποτε όμως πήγαινα στό γραφείο,εύρισκα τόν Αξιωματικό εκείνον νά κάθεται καί νά διαβιβάζει αυτός τά σήματά μου.Αυτό μέ έφερνε σέ δύσκολη θέση,
γιατί δέν τολμούσα νά τού πώ νά σηκωθεί,γιά νά συνεχίσω εγώ,ούτε πάλι έβλεπα σωστό νά φύγω καί νά αφήσω αυτόν νά κουράζεται γιά τίς δικές μου δουλειές. Θεωρούσα πιό σωστό,νά στέκομαι όρθιος μέ σεβασμό,μέχρι νά τελειώσει καί μετά νά φύγω πάλι γά θερισμό. Αυτό γινόταν πολλές φορές.
Μιά άλλη φορά ,πού έτρεχα γιά τίς Διαβιβάσεις,είδα τόν Αξιωματικό έξω,νά κάνει πάλι παρατηρήσεις σ'αυτούς πού δέν θέριζαν μέ τά ίδια λόγια.
-Αφού θά σάς πληρώσει Ο Χριστός,γιατί δέν θερίζετε;
Φοβήθηκα μή μέ μαλώσει κι εμένα καί τού είπα φοβισμένος.
-Μέ συγχωρείτε,μισό πνεύμονα έχω καί δέν μπορώ νά εργασθώ περισσότερο Αυτός μού απάντησε.
-Τό ξέρω ότι έχεις μισό πνεύμονα καί αυτό πού μέ κάνει νά σέ αγαπώ περισσότερο,είναι πού δέν δέχεσαι επιταγές(ταχυδρομικές),διότι σέ παρακολουθώ καί στό Ταχυδρομείο.
Εν συνεχεία μέ παίρνει ο Αξιωματικός εκείνος μέσα σ'ένα παράξενο όχημα,τό οποίο τρέχει αστραπιαία πάνω στή γή,χωρίς νά έχει ρόδες ή φτερά. Ενώ στεκόμαστε κοντά,όρθιοι μέσα στό όχημα,μέ ρωτάει από πού είμαι καί πώς λέγομαι. Επειδή ήταν Αξιωματικός,θεώρησα καλό νά τού πώ τά κοσμικά μου στοιχεία ταυτότητας καί τού είπα.....
-Λέγομαι Αρσένιος καί γεννήθηκα στά Φάρασα τής Καππαδοκίας.
Εκείνος μού είπε...
-Κι εγώ από τά Φάρασα είμαι,από τό γένος Τσαπάρη (παρατσούκλι τού επιθέτου Φράγκου ή Φραγκοπούλου). Τόν Χατζεφεντή τόν γνωρίζεις;
Κι εγώ τού είπα...
-Πώς δέν τόν γνωρίζω; Κι αμέσως εκείνος άλλαξε τήν μορφή του κι έγινε ο Χατζεφεντής(δηλαδή ο Πατήρ Αρσένιος), καί μέ αγκάλιασε καί μέ φιλούσε.
Ενώ δέν πρόλαβα καλά-καλά νά τόν χορτάσω,φώναξε δυνατά...
-Στάση,στάση! Τό όχημα σταμάτησε καί μού είπε ο Πατήρ Αρσένιος.
-Εσύ θά κατεβείς εδώ, εγώ θά κατεβώ στήν Θεσσαλονίκη,διότι εκεί κοντά μένω.
Ο Αγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.
Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου.
0 Σχόλια