ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΩΡΑ ΘΕΕ ΜΟΥ ;

               
-Παιδιά μου,θά σάς πώ  μία αληθηνή ιστορία,γιά ένα ζευγάρι πρόσφυγες,από τούς ξεσπιτωμένους τής Ανατολής. Ησαν μόνοι,δίχως συγγενείς ,όπως πολλοί από αυτούς. Δύο απλοί πονεμένοι άνθρωποι ,πού δέν έδειχναν τήν φτώχεια τους,γιατί είχαν τήν ελπίδα τους,στόν Κύριο.   Σ'ένα ημιυπόγειο είχε τό μαγαζάκι του εκείνος,όπου πουλούσε ελιές. Από πάνω ήταν τό δωμάτιο πού έμεναν. Ενα πολύ φτωχικό δωμάτιο στό οποίο υπήρχε ένα (κρεββάτι) κάποια δηλαδή σιδερένια τρίποδα μέ ξύλινες τάβλες, πού χρησίμευε γιά κρεββάτι.Δίπλα, ένα κουτσό τραπέζι,μία γκαζιέρα,μία παλιά κατσαρόλα,δύο κύπελλα γιά νά πίνουν νερό κι ελάχιστα ρούχα,σκεπασμένα μέ ένα σεντόνι. Τό οίκημα ήταν νοικιασμένο. Πόσες ελιές θά μπορούσε νά πουλήσει ο χριστιανός,γιά νά καλύψουν όλες τίς ανάγκες τους ;Οί λιγότερο φτωχοί,βοηθούσαν τούς πένητες καί όλοι μαζί εδόξαζαν Τόν Θεό. Διότι όλοι ήξεραν καλά- τά- μαθηματικά- Τού Θεού...(τήν παραβολή τών δύο χιτώνων).                 
 Τά χρόνια πέρασαν καί τό μαγαζάκι έκλεισε. Τήν εποχή εκείνη,συντάξεις δέν υπήρχαν καί οί -φτωχούληδες Τού Θεού- άρχισαν νά ζητιανεύουν στούς δρόμους. Τέλος,ούτε αυτό μπορούσαν νά κάνουν διότι ήσαν πλέον γέροι καί άρρωστοι. Αν κάποιος τούς έδινε ένα κομμάτι ψωμί,τό έτρωγαν,άν όχι,έπεφταν γιά ύπνο νηστικοί. -Εχει Ο Θεός έλεγαν, ακόμα κι όταν τά ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια,'οταν τά μπακιρένια κύπελλα πρασίνησαν από τήν πολυκαιρία καί δέν είχαν νά πληρώσουν τό νοίκι.  -Αχ ! αυτό τό νοίκι...χρόνια τό είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης,αλλά μετά ξεχνούσε τό χαμόσπιτο κι αυτοί συνέχιζαν τήν στερημένη ζωή τους. Δέν έλειπαν ποτέ από τήν εκκλησία,όπου προσκυνούσαν μέ μεγάλη ευλάβεια,όλους τούς Αγίους κι έλεγαν...-.Τόσοι Αγιοι βασανίστηκαν,ένας Αφέντης σταυρώθηκε, μία Μάνα πού η καρδούλα της κάηκε......μπροστά σέ όλους  Αυτούς,εμείςι δέν πάθαμε τίποτα. Γιατί λοιπόν νά φοβηθούμε ;            
 Ηλθε όμως δυστυχώς η  ημέρα πού ο ιδιοκτήτης τούς είπε νά φύγουν,διότι θά γκρέμιζε τό κτίσμα,γιά νά γίνει πολυκατοικία.   Αλλά, νά φύγουν ; νά πάνε πού ; εδώ έζησαν,πείνασαν,χόρτασαν,έκλαψαν.....Εδώ ήταν τά κουρέλια τους , τά σκουριασμένα από τήν αχρηστία  κουταλοπήρουνά  καί τό σβηστό πιά καντηλάκι τους. Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω , τά χιόνια,τίς βροχές, όλους τούς καιρούς, ενώ μέσα ζούσαν αυτοί προσευχόμενοι, μέ τήν ελπίδα τους πάντα στόν Κύριο. Καί τώρα; - Τί νά κάνω τώρα Θεέ μου ;;; φώναξε ο γέρος,υψώνοντας τά χέρια του, σέ στάση ικεσίας..... 
  Τήν άλλη μέρα ήλθε ο δικαστικός κλητήρας,μέ τά χαρτιά τής έξωσης. - Πρέπει νά φύγετε.  -Πού νά πάμε; ρώτησαν μέ δάκρυα στά μάτια. O άνθρωπος κοίτταξε ένα γύρω τό αχούρι,πού υποδυόταν τό σπίτι,κοίτταξε καί τούς σκελετωμένους γέρους καί είπε σιγανά. -Εχω ένα δωμάτιο πού περισσεύει. -Μά δέν έχουμε χρήματα,είπε ο γέρος.   -Πάμε,είπε μέ αποφασιστικότητα ο κλητήρας καί καθώς δέν είχαν τίποτα νά πάρουν,έφυγαν αμέσως. Τούς πήρε μέ τό αυτοκίνητό του καί τούς πήγε στό δικό του σπίτι. Η γυναίκα του, τούς έπλυνε,τούς ταίσε,τούς έντυσε μέ πολλή αγάπη.Παιδιά δέν υπήρχαν κι ετούτο τό δωμάτιο ήταν φωτεινό καί καθαρό μέ όμορφες κουρτίνες,πού τούς άρεσε νά τίς κοιτούν, καθώς τό χαμόσπιτο δέν είχε.  -Επεσαν στά πατώματα οί ηλικιωμένοι,νά ευχαριστούν,νά κλαίνε,νά ευλογούν καί νά δοξάζουν Τόν Κύριο. - Θά έχουμε κι εμείς συντροφιά,τούς είπε η γυναίκα τού κλητήρα. Αυτό μόνο.  Τώρα πιά ,οί εγκαταλελειμμένοι από τούς ανθρώπους,αλλά όχι από Τόν Θεό, γέροι, έπρεπε νά συνηθίσουν τήν μυρωδιά τού φρέσκου ψωμιού, τήν ευωδία τού φαγητού πού βράζει κ.λ.π  
 Νά λοιπόν πώς απαντάει Ο Θεός σέ αυτούς πού Τόν ρωτάνε :- Τί νά κάνω τώρα Θεέ μου :::               

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια