ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. (Γ.ΒΕΡΙΤΗΣ ).

 




Όλα για τη δόξα του Χριστού!
νά το το μεγάλο σύνθημά σου.
Όλα για τη δόξα του Χριστού,
Απ’ τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά σου.

Μέσα στην Αλήθεια και στο Φως
βρέθηκες, ακόμη νέο βλαστάρι.
Και σαν έμπορος σοφός
πούβρε τ’ ακριβό μαργαριτάρι,

τρέχεις με κρυφή λαχτάρα ευθύς,
δίχως ούτε μια στιγμή να χάσεις,
κι όλα τα πουλάς, γιατί ποθείς
το μαργαριτάρι ν’ αγοράσεις.

Όλα τα πουλάς, και δεν κρατάς
τίποτα του κόσμου αυτού δικό σου.
Της ζωής το νόημα πια ζητάς
μέσα στην απάρνηση του εγώ σου. 

Όλα τα πουλάς, κι εσύ κρατάς
το σταυρό του χρέους και της θυσίας.
Κι’ όμοιος Παύλος, τώρα δεν κοιτάς
άλλο απ’ το καλό της Εκκλησίας.

Κι αν σ’ αυτό το δρόμο τον τραχύ
κάθε βήμα κρύβει μια παγίδα,
μα σου δίνει θάρρος κι' αντοχή
η μεγάλη πίστη σου κι’ ελπίδα.

Θάρρος κι’ αντοχή, να πολεμάς
κι’ όλο νικητής εσύ να βγαίνεις.
Και τα πιο μεγάλα να τολμάς,
κι άτρομος κι αλύγιστος να μένεις.

Κι’ έσκυψες στα λόγια της Γραφής
μ’ όση και το ελάφι δίψα σκύβει
πάνω απ’ τις πηγές, γιατί ποθείς
όλη τη σοφία να πιείς που κρύβει.

Άφθονα κι η Χάρη και το Φως
είχαν στην αγνή ψυχή σου στάξει.
Κι ήσουν έτσι υπέροχος, καθώς
απ’ τη γνώση ανέβαινες στην πράξη.

Παίρνεις τ’ αποστόλου το ραβδί,
σα βοσκός που φεύγει απ’ το κοπάδι,
το χαμένο πρόβατο να βρή,
και γυρνά στη νύχτα, στο σκοτάδι.

Παίρνεις το ραβδί σου και περνάς
θάλασσες, στεριές, ποτάμια, δάση
να βρείς τις ψυχές που ο σατανάς
σε φριχτές παγίδες έχει πιάσει.

Να και το δισάκι του σποριά!
Πρόθυμα στον ώμο σου το παίρνεις,
και γυρνώντας πόλεις και χωριά,
τον καλό το σπόρο ολούθε σπέρνεις.

Άφθονος ο λόγος που σκορπάς,
μπαίνει στις ψυχές και τις αγνίζει.
Πλούσιος ο καρπός όπου κι αν πάς.
Ρόζιασε το χέρι να θερίζει !

Ούτε σαν αχνός δε σου περνά
στο μυαλό υψηλή και μάταιη σκέψη
ως την ύστερη ώρα ταπεινά
στου Θεού το έργο έχεις δουλέψει.

Όλα για τη δόξα του Χριστού !
Τίποτα δεν κράτησες για σένα.
Κι έμοιασες του δούλου του πιστού
Πού φυγεν ο Ρήγας του στα ξένα.

Κι έμοιασες του δούλου τ’ αγαθού,
που προσμένει, μέρα με τη μέρα,
τα καλά μηνύματα να ρθούν
απ’ το μακρινό βασίλειο πέρα.

Και να λεν πως τέλειωσε ο καιρός,
και σε λίγο πάλι ο Ρήγας φθάνει,
πλούσιος, δοξασμένος, λαμπερός,
να σου δόσει τ’ άφθαρτο στεφάνι.

Νύχτα - μέρα δούλεψες σκληρά,
με τα πέντε τάλαντα που πήρες.
Και σαν ήρθ’ η ώρα σου, ω χαρά !
διάπλατες σου ανοίχτηκαν οι θύρες.

Διάπλατες οι θύρες για να μπείς,
να σταθείς μπροστά στο Βασιλιά σου,
τον τρανό το λόγο να του πείς,
που έφερες διπλά τα τάλαντά σου.

Πέρνα τώρα, Γέροντα, στο φώς,
ζήσε στη χαρά του Παραδείσου.
Πλούσιος που σε πρόσμενε μισθός !
Όλη τούτη η δόξα ’ναι δική σου !

Ψάλλε τώρα ολόχαρος μαζί
με χορούς αγίων, σεμνέ λευίτη.
Άσβηστη στη μνήμη μας θα ζεί,
η μορφή σου, ολόλευκε πρεσβύτη.

Πάντα θα μας μένει στην ψυχή
το μεγάλο χρέος που σου χρωστάμε.
Δος μας μόνο μια θερμή ευχή,
και για μας στον Κύριο δέηση κάμε.

Δέηση για τα τόσα σου παιδιά,
που στη μάχη πίσω έχεις αφήσει,
να χουν τη δική σου την καρδιά
και καθείς με ζήλο να κρατήσει

του έργου τη βαριά κληρονομιά
που έλαχε σ’ αυτούς να συνεχίσουν.
Σκύψε προς τα τόσα σου παιδιά,
Γέροντα, και δος μας την ευχή σου !

Γ. Βερίτης. 




Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια