Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΜΕ ΕΝΑΝ ΑΣΚΗΤΗ.

 


Ακριβώς το καλοκαίρι του 1898, όταν πια έληξε η περίοδος μαθημάτων, ο Σεβασμιώτατος Γενικός Διευθυντής της Ριζαρείου, έφθανε με κάνα-δυο φίλους του, Χιώτες καλογέρους, χαμηλά στις Καρυές, στο Πρωτάτο… όταν μαθεύτηκε η επίσκεψή του,… ο ψίθυρος στους λογής – λογής καλογέρους, στους ελεύθερους εργάτες, στους φιλοξενουμένους κοσμικούς, κυκλοφόρησε, πλανήθηκε, διαιρέθηκε σε ανάλογους χαρακτηρισμούς. Μερικοί τον είπαν εκκλησιαστική προσωπικότητα, άλλοι ξεπεσμένο δεσπότη, άπραγο κι αδύναμο, που ζούσε με την ανοχή της Αθηναϊκής Συνόδου, κι άλλοι, δίβουλοι και διχασμένοι σε πονηρίες κι ευσεβοφάνεια, δε δίστασαν να θυμηθούν και να υιοθετήσουν τις κατηγορίες των Πατριαρχικών της Αλεξάνδρειας και να τον αναφέρουν σαν -κρυφή πληγή, λαγήνι με εσωτερικές κηλίδες. 
Θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, …. Ήταν μιά ταλαιπωρία να φτάσει στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο… Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιος είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλιά ράσα, που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχτηκαν, όμως, όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά συκά, φουντούκια με αγριόμελι,…
Καθώς σε μια στιγμή, ύστερα από τις πρώτες περιποιήσεις, σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, κατευθυνόμενοι προς τον φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπάντησαν έναν άγνωστο ερημίτη, μελαψό, με καταμπαλωμένο και τριμμένο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ευλογείτε… ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
–Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κοιτάζει χαύνος. Εκείνος εκοίταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε… τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν -Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού, εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε, έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας… Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
–Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται? σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
–Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι… ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
–Ο φόβος… επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…

 
Πηγή :Σώτου Χονδρόπουλου, O Aγιος τού αιώνα μας - Οσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία εκδ. Καινούργια Γη, σελ. 136-140.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια