Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος γεννήθηκε στην συνοικία Κιάφα της Ύδρας, από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και την Μαρίνα στον άγονο και σκληροτράχηλο βράχο της Ύδρας. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πραγματοποιεί το πρώτο μεγάλο ταξίδι της ζωής του, μπαρκάροντας για την Ρόδο, που έχει συγγγενείς. Αποχαιρετά το νησί του, την μάνα του και φεύγει με φυλαχτό στα στήθη τον Τίμιο Σταυρό και στην καρδιά και τον νου την ευχή της μάνας και την αγάπη του Χριστού.
Στην αρχή ο Κωνσταντίνος δουλεύει στους ταρσανάδες μαζί με τα ξαδέλφια του, στη συνέχεια πιάνει δουλειά σε μπακάλικο. Ο Κωνσταντίνος - χάρη στην εργατικότητα και την τιμιότητά του - γίνεται συμπαθής σε όλους. Εκτελεί υπάκουα όλες τις εντολές του αφεντικού, και εκείνος τον εμπιστεύεται τόσο, που αρκετές φορές τον βάζει στο σπίτι του, του στρώνει τραπέζι, τον φιλοξενεί, του συμπεριφέρεται όπως ακριβώς και στα παιδιά του. Αλλά και ο Κωνσταντίνος, για να ανταποδώσει την τιμή και την φιλοξενία, πολύ πρόθυμα κάνει αρκετές από τις δουλειές του σπιτιού.
Στο μπακάλικο ο Κωνσταντίνος διαλαλεί την πραμάτεια και γρήγορα αποκτά γνωριμίες με Εβραίους, Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους. Αποκτά τους πρώτους του φίλους. Ένας από αυτούς, Τούρκος, του προξενεύει την αδελφή του για γυναίκα του. Αυτό είναι αρκετό, για να χάσει ο Κωνσταντίνος την δουλειά του, γιατί το αφεντικό του το θεώρησε προσβολή και μεγάλη προδοσία.
Ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ξανά να περιδιαβαίνει έρημος τα στενά δρομάκια της μεγάλης πολιτείας της Ρόδου. Από τις δύσκολες αυτές στιγμές της πείνας και της ανέχειας τον βγάζει ένας Αγαρηνός φίλος του, ο οποίος του προτείνει να μεσολαβήσει στον Πασά, για να δουλέψει ο Κωνσταντίνος στο Σαράι.
Μια και δυό, χωρίς να το πολυκαταλάβει, ο Κωνσταντίνος δρασκελίζει την πύλη στο Σαράι, κι ο νους του τρελαίνεται από την πολυτέλεια, την άνεση και την χλιδή.
Ο πασάς τον παίρνει από καλό μάτι, όταν μαθαίνει ότι κατάγεται από την Ύδρα. Του αναθέτει να φροντίζει και να περιποιείται το πιο αγαπημένο του άλογο, την Εσταφέτ.
Και πάλι ο Κωνσταντίνος καταφέρνει να γίνει αγαπητός. Η εργατικότητα, η αφοσίωση, η καλοσύνη, το χαμόγελο, η γλυκύτητα του προσώπου του, το παράστημά του τον κάνουν να ξεχωρίζει. Για όλους έχει έναν καλό λόγο, και όλοι μέσα στο Σαράι έχουν μόνο επαίνους και καλά λόγια γι’ αυτόν.
Σε λίγο ο Κωνσταντίνος εξασφαλίζει την αμέριστη συμπάθεια του Πασά, γιατί χάρη στην Εσταφέτ ο Κωνσταντίνος κατορθώνει να κερδίσει στο ‘τζιρίτι’, σε αγώνες σκοποβολής, και να χαρίσει την νίκη στο Πασά.
Στο Σαράι στήνεται μεγάλη γιορτή, πανηγύρι σωστό. Ο Χασάν - Πασάς δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πλησιάζει με γλυκόλογα τον Κωνσταντίνο και με μαεστρία κατορθώνει να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Ο Κωνσταντίνος δέχεται και σε λίγο μετονομάζεται σε Χασάν, ενώ δέχεται επίσης να του κάνουν και περιτομή. Ζαλισμένος από την νίκη, από την χαρά και τα γλέντια πέφτει σε λήθαργο. Όταν όμως ξυπνά, συνέρχεται και αναζητά το φυλαχτό που του είχε φορέσει η μάνα του. Με κόπο το αναζητεί και το βρίσκει στα σκουπίδια. Καταλαβαίνει σε ποιο λάθος έπεσε. Οι τύψεις τον βασανίζουν. Επί μέρες τριγυρνά σκεφτικός, λιγομίλητος, σκυθρωπός. Ο πασάς του δίνει την άδεια να πάει να δει την μάνα του στην Ύδρα.
Όμως εκεί τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Τα νέα τον έχουν προλάβει. Μόλις πατά το πόδι του στο λιμάνι της Ύδρας, όλοι τον αποστρέφονται, κανείς δεν του μιλά, στο πέρασμά του τα παντζούρια και οι πόρτες σφαλίζουν. Όταν φτάνει στο πατρικό του σπίτι, η μάνα του δεν τον δέχεται, δεν του ανοίγει την πόρτα. Ύστερα και από αυτό ξαναπαίρνει το καράβι για την Ρόδο, έχοντας πάρει και την μεγάλη απόφαση.
Τρέχει στο δάσος, στο Ροδίνι, κι εκεί συναντά ένα γέροντα, στον οποίο εξομολογείται. Του ιστορεί τα πάθη του και του ανακοινώνει την απόφαση του να μαρτυρήσει. Ο γέροντας τον αποτρέπει λέγοντας του ότι είναι νέος και ότι δεν θα αντέξει τους πόνους του μαρτυρίου. Τον προτρέπει να φύγει, να ταξιδέψει μακριά. Ο Κωνσταντίνος ακολουθεί την προτροπή του γέροντα και ταξιδεύει στον μακρινό Πόντο. Εκεί εργάζεται, μελετά εκκλησιαστικά βιβλία και προσεύχεται. Η φλόγα της μετάνοιας φουντώνει στα στήθη του, και η ιδέα του μαρτυρίου σιγοκαίει στο μυαλό του. Έρχεται στην Κωνσταντινούπολη, γίνεται δεκτός από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, από τον οποίο παίρνει την ευλογία και μια συστατική επιστολή να επισκεφθεί την Ι.Μονή Ιβήρων στο Άγιο Όρος. Αρκετούς μήνες μένει στο Όρος προσευχόμενος. Οι συνομιλίες και η συναναστροφή του με τους Πατέρες της Μονής τον θωρακίζουν και τον ενισχύουν στην απόφασή του να μαρτυρήσει. Παίρνοντας την ευχή των Πατέρων και κυρίως την ευλογία της Παναγίας της Πορταϊτισσας, ταξιδεύει στην Ρόδο αποφασισμένος να ομολογήσει τον Ιησού, που πρόδωσε, ενώπιον του Πασά.
Ντυμένος με το καλογερικό ράσο παρουσιάζεται ενώπιον του Χασάν - Πασά, ο οποίος στην αρχή δεν τον αναγνωρίζει. Του ομολογεί ποιος είναι και ζητά από τον πασά να βαπτισθεί κι εκείνος και να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Ο πασάς εξοργίζεται και μάταια προσπαθεί να τον μετατρέψει. Ο Κωνσταντίνος φυλακίζεται στα υγρά μπουντρούμια. Ο πασάς τον καλοπιάνει, του υπόσχεται δώρα, καλύτερη ζωή, ανέσεις, τιμές, μεγαλεία. Ο Κωνσταντίνος όλο και περισσότερο εναντιώνεται και ομολογεί θαρρετά τον Θεό του. Ο πασάς αποκάμνει. Οι μέρες του Κωνσταντίνου λιγοστεύουν. Στη φυλακή δέχεται κρυφά τα Τίμια Δώρα. Τώρα πλέον είναι έτοιμος για το μαρτύριο. Τις ώρες της προσευχής του δέχεται όραμα, όπου του αποκαλύπτεται το θέλημα του Θεού και το τέλος των βασάνων του. Σε λίγες μέρες, στις 14 Νοεμβρίου του έτους 1800, ο Κωνσταντίνος αποκεφαλίζεται. Η γη της Ρόδου δέχεται στοργικά το τίμιο σώμα του, το οποίο θαυματουργεί και σκορπά πλούσια την χάρη και την ευλογία στους πιστούς.
Ύστερα από καιρό η μητέρα του Κωνσταντίνου, έρχεται στην Ρόδο, παραλαμβάνει το σώμα του Νεομάρτυρα και το ενταφιάζει στα βράχια της Ύδρας.
Η Εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Υδραίο κάθε χρόνο στις 14 Νοεμβρίου. Το έτος 2000 εορτάστηκαν στην γενέτειρα του Αγίου, την Ύδρα, με εκδηλώσεις, συνέδριο και ειδικές εκδόσεις, τα διακόσια χρόνια από το μαρτύριο του Αγίου.
0 Σχόλια