Στη ζωή αυτή, όλοι οι άνθρωποι συναντάμε τρεις νόμους. Μόλις έρθουμε στον κόσμο αυτόν, ακόμη και αν η ζωή μας διαρκεί μόνο μία μέρα, ο πρώτος νόμος που συναντάμε είναι ο νόμος της αμαρτίας: «τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου αλλ’ ουθείς εάν και μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14,4-5).
Επίσης, είναι αναπόφευκτο να αντιμετωπίσουμε τον νόμο του θανάτου. Αν και πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να σκεφθούν τον θάνατο, αυτή όμως είναι η πιο βέβαιη αλήθεια. Η ζωή μας έχει ένα τέλος. Τρίτον, συναντάμε τον νόμο της χάριτος, που έχει έρθει στη γη με την ενανθρώπηση του Χριστού, το Πάθος και την Ανάστασή Του, αλλά και με τη δωρεά της Πεντηκοστής. Ανάλογα με το πως τοποθετούμαστε σε σχέση με τους νόμους αυτούς στην παρούσα ζωή, οι νόμοι αυτοί μπορούν να καθορίσουν την αιωνιότητά μας. Ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ και τον προίκισε με αυτό που οι Πατέρες αποκαλούν «νοερή δύναμη», με την οποία μπορούσε να ατενίσει το Πρόσωπο του Θεού και να ζει συνεχώς στην παρουσία Του. Όταν ο Αδάμ ενέδωσε στην εισήγηση του εχθρού, η προσοχή του στράφηκε στον εαυτό του και η συνέπεια ήταν η πτώση του: -ο Αδάμ εξορίσθηκε από τον τόπο της παρουσίας του Θεού και καταδικάστηκε να σέρνεται πάνω σε αυτή τη γη που ήταν πλέον καταραμένη λόγω της παρακοής του. Από τη μεγάλη Του αγάπη, ο Θεός, αμέσως μετά την πτώση του Αδάμ, συνέζευξε πόνο και θάνατο στην ηδονή ως δίκαιη τιμωρία, ώστε η αμαρτία να μην γίνει αθάνατη (βλ. Α’ Κορ. 11,32). Στην πραγματικότητα, ο θάνατος είναι πράξη του ελέους του Θεού. Επομένως, η άδικη αμαρτωλή ηδονή του Αδάμ και η ανυπακοή του στον Θεό είχαν ως επακόλουθο τη δίκαιη τιμωρία του πόνου και του θανάτου.
Από τότε, εξαιτίας του φόβου του θανάτου, ο άνθρωπος αναζητά ψεύτικη παρηγοριά και ψευδοστηρίγματα στην αμαρτία, και όσο περισσότερο αμαρτάνει, τόσο περισσότερο ο θάνατος διεισδύει στη ζωή του. Μόνο ένας άδικος θάνατος, ένας θάνατος που δεν έχει σαν προπομπό την αμαρτία, θα μπορούσε να βάλει τέρμα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο, και αυτή η νίκη επί του νόμου του θανάτου πραγματώνεται στο Πρόσωπο του Χριστού. Εκείνο που είναι πραγματικά ακατάληπτο για εμάς είναι το γεγονός ότι ενώ ο Χριστός «αμαρτίαν ουκ εποίησε», ωστόσο πήρε πάνω Του εκουσίως τον καρπό της αμαρτίας, που είναι ο θάνατος. Μόνο ο άδικος θάνατός Του μπορούσε να καταδικάσει τον δίκαιο θάνατό μας, τον οποίο επέφερε η αμαρτία. Ο Κύριος έπρεπε να καταδικάσει τον θάνατο «εν τη σαρκί αυτού» (πρβλ. Εφεσ. 2,15) δια του Σταυρού, διότι σε ό, τι κάνει, η δικαιοσύνη Του προηγείται της παντοδυναμίας Του. Ο Θεός δεν έχει δικαιοσύνη, έχει έλεος. Γι’ αυτό και ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέει «μην πεις πως είναι δίκαιος ο Θεός, διότι πού φαίνεται η δικαιοσύνη Του, στο ότι ενώ εμείς είμασταν όλοι «εν αμαρτίαις» ο Χριστός πέθανε για εμάς; Όμως αυτό δεν είναι δικαιοσύνη».
Η μεγαλύτερη μαρτυρία της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο είναι η φρικτή φωνή του Κυρίου Ιησού πάνω στον Σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλειπες;» (Ματθ. 27,46). Ο Χριστός ταυτίστηκε με τον άνθρωπο σε τέτοιο βαθμό που πήρε πάνω Του ακόμη και την εγκατάλειψη από τον Θεό, που ο άνθρωπος δικαίως υπέμεινε, λόγω της αποστασίας του. Δέχθηκε ο Κύριος να περάσει μέσα από αυτήν την εγκατάλειψη, στον τόπο μας, χάριν του ανθρώπου, για να μας θεραπεύσει από τον χωρισμό μας από τον Θεό. Μόνο μετά τον άδικο θάνατό Του αποκάλυψε την παντοδυναμία Του. Πως φανερώθηκε η παντοδυναμία Του; Με το ότι τώρα πλέον χαρίζει σε όλους μας μια καινούργια γέννηση, η οποία δεν έχει ως προπομπό την αμαρτία. Η νέα αυτή ζωή μας δίδεται στο βάπτισμά μας και ενεργοποιείται με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Προηγουμένως, ο πόνος και ο θάνατος ήταν απλώς ένα χρέος που έπρεπε να πληρώσουμε για την πτώση μας, αλλά μετά τον Χριστό, αφού δεχόμαστε την καινούρια αυτή γέννηση στο βάπτισμα, όταν σηκώνουμε τον προσωπικό μας σταυρό για χάρη της εντολής του Χριστού, μυούμαστε στον μεγάλο Σταυρό του Σωτήρα μας.
Ο απ. Παύλος λέει ότι ο Χριστός «κατέκρινεν την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμ. 8,3), ενώ ο απ. Πέτρος λέει, «Χριστού ουν παθόντος σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε, ότι ο παθών σαρκί πέπαυται αμαρτίαις» (Α’ Πέτρ. 4,1). Αναφέρω τους όρους αυτούς, θάνατο και αμαρτία, διότι αποτελούν το σχήμα που χρησιμοποιεί και ο Άγιος Μάξιμος στην 61η επιστολή του προς Θαλάσσιον, όπου εξηγεί ευφυέστατα ότι στον Αδάμ η φύση μας καταδικάσθηκε σε θάνατο μέσω της αμαρτίας, ενώ στον Χριστό είναι η αμαρτία που καταδικάσθηκε σε θάνατο. Ο Θεός έπλασε τον Αδάμ με τη δύναμη να απολαύσει άρρητα την παρουσία του Θεού· ο Αδάμ όμως έστρεψε τη δύναμή του αυτή προς τις αισθήσεις του και τα αισθητά, και επομένως απέκτησε γνώση «αδικωτάτης ηδονής», δηλαδή της παρά φύσιν ηδονής. «Η άδικη ηδονή» είναι η ένδοση του Αδάμ στην εισήγηση του εχθρού να γίνει θεός χωρίς Τον Θεό. Γι’ αυτό ο Χριστός προσέφερε στον Άγιο Σιλουανό το αντίδοτο της άδικης ηδονής του Αδάμ – τη μνήμη του θανάτου και του άδη, ως την ασφαλέστερη οδό να συναντήσει τον Θεό.
Στην άδικη ηδονή «κατά πρόνοιαν ο της υμών σωτηρίας κηδόμενος παρέπηξεν, ώσπερ τινά τιμωρόν δύναμιν, την οδύνην, καθ’ ήν του σώματος φύσει νόμος, περιορίζων της του νου μανίας παρά φύσιν επί τα αισθητά κινουμένην την έφεσιν», γράφει ο Άγιος Μάξιμος. Την άδικη ηδονή διαδέχεται δίκαιος πόνος και επομένως είναι πια αδύνατο να βιώσουμε ηδονή χωρίς οδύνη. Όταν είπε ο Θεός: «αν φάγητε απ’ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2,17), στην πραγματικότητα αυτό ήταν μία πράξη αγάπης με σκοπό να περιορίσει την παραφροσύνη του νου του ανθρώπου. Ξέρουμε πολύ καλά ότι πεθαίνουμε και να πως ζουν οι άνθρωποι πάνω στη γη – ο νόμος της αμαρτίας κατακυριεύει τον κόσμο. Ο άνθρωπος ζει σαν να μην πέθαινε ποτέ. Φανταστείτε να μην υπήρχε η δίκαιη τιμωρία του θανάτου. Ο άνθρωπος απλώς θα χανόταν μέσα στην παραφροσύνη αυτή της αμαρτίας. Αφού έφαγε από τον καρπό του δέντρου, ο Αδάμ πρώτα υπέστη πνευματικό θάνατο, και έπειτα ήρθε και ο σωματικός θάνατος ως φυσικό επακόλουθο. Επομένως, την άδικη ηδονή διαδέχθηκε η δίκαιη τιμωρία, η οποία ήταν οδύνη και θάνατος. Αμαρτήσαμε και οφείλουμε να πληρώσουμε το χρέος μας με θάνατο, ενώ ο Χριστός υπέστη αναίτιο θάνατο, χωρίς να έχει ανάγκη να εξοφλήσει κανένα χρέος.
Μετά από την πτώση του Αδάμ, η γέννησή μας στον κόσμο αυτό έχει άδικη ηδονή ως προπομπό και συνεπώς είναι καταδικασμένη σε δίκαιο θάνατο. Απολύτως κανείς δεν είναι από τη φύση του ελεύθερος «της καθ’ ηδονήν εμπαθούς γενέσεως». Μόνο η γένεση του Χριστού «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» ήταν ελεύθερη από την αμαρτία. Κάθε φορά που ο άνθρωπος θέλει να αποφύγει τον πόνο, καταφεύγει σε ηδονή, και έτσι ο φόβος του θανάτου τον βυθίζει ακόμη περισσότερο στην αμαρτία: όσο περισσότερο παραδίδεται στην ηδονή, τόσο περισσότερο ο θάνατος εισέρχεται στη ζωή του, ώστε να μην μπορεί να γλυτώσει από τον αέναο και φαύλο αυτό κύκλο: αμαρτία – θάνατος – πάλι αμαρτία. Ο Χριστός γεννήθηκε σε αυτό τον κόσμο χωρίς αμαρτία και έζησε αναμάρτητη ζωή. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να πεθάνει. Ωστόσο, εκουσίως πήρε επάνω Του τις συνέπειες της αμαρτίας, που είναι ο θάνατος, και με τον τρόπο αυτό νίκησε τον θάνατο στην ίδια Του τη σάρκα: «θανάτω θάνατον πατήσας».
Ο άδικος θάνατος του Χριστού καταδικάζει τον δίκαιο θάνατο που επιφέραμε πάνω μας μέσω της άδικης ηδονής, και μας παρέχει «δίκαιη ηδονή», δίκαιη χαρά, που είναι η αιώνια ζωή, η αποκατάσταση της ανθρώπινης φύσεως και η εκπλήρωση του προορισμού με τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Μέσα από τον θάνατό Του, ο Χριστός ελευθέρωσε τον άνθρωπο από τον δίκαιο θάνατο της αμαρτίας. Παρέδωσε τον Εαυτό Του στον θάνατο, και με αυτό τον τρόπο μετέτρεψε τον θάνατο σε εν δυνάμει ζωή και την αδυναμία του ανθρώπου σε όπλο για την εξάλειψη της αμαρτίας και του θανάτου. Μετά την πτώση του Αδάμ, ο θάνατος ήταν το όπλο με το οποίο η αμαρτία κατέστρεφε τον άνθρωπο· εν Χριστώ όμως, ο θάνατος είναι πλέον το όπλο με το οποίο Αυτός εξαλείφει την αμαρτία. Δεν υπάρχει άλλη όδός: να ζούμε Χριστιανική ζωή σημαίνει να παίρνουμε πάνω μας θάνατο, να γινόμαστε ευάλωτοι σαν τον Χριστό. Γι’ αυτό ο Χριστός προσέφερε θάνατο στον Άγιο Σιλουανό. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι»· με άλλα λόγια: «Μην δειλιάσεις να πορευθείς προς τα κάτω έως τέλους, διότι εκεί βρίσκομαι Εγώ». Ο Γ. Σωφρόνιος έλαβε επιβεβαίωση από τον Άγιο Σιλουανό για το να στέκεται στο χείλος της αβύσσου με απόγνωση, και γι’ αυτό μπορούσε πλέον να εξασκεί την επιστήμη αυτή χωρίς αμφιβολία, εις τέλους. Και γνωρίζουμε ότι με τον τρόπο αυτό η ανθρώπινη φύση αγιάζεται πραγματικά και γίνεται «έτερη», όχι «παρά φύσιν» αλλά όντως «κατά φύσιν», όπως δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο εξ’ αρχής.
Αρχιμανδρίτης Πέτρος, Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
πηγή :- Πεμπτουσία.
0 Σχόλια