Μὲ μιάς ανοίγει ο ουρανός, τὰ σύγνεφα μεριάζουν,
οι κόσμοι εμείνανε βουβοί, παράλυτοι κοιτάζουν.
Μία φλόγα αστράφτει... ακούονται ψαλμοὶ καὶ μελωδία...
Πετάει εν᾿ άστρο... σταματά εμπρὸς είς τὴν Μαρία...
-Χαίρε τής λέει αειπάρθενε, ευλογημένη χαίρε
Ὁ Κύριός μου είναι μὲ σέ. Χαῖρε Μαρία, Χαῖρε!-
Επέρασαν χρόνοι πολλοί... Μία μέρα σὰν εκείνη
αστράφτει πάλι ο ουρανός... Στὴν έρμη της τὴν κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμὴ κι απελπισμένη,
μία κόρη πάντα τήκεται, στενάζει αλυσωμένη.
Τὰ σιδερὰ είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Η καταφρόνια , η δυστυχιὰ σέπουν τὰ κόκκαλά της.
Τρέμει μὲ μιάς η φυλακὴ καὶ διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει καὶ περνά εν᾿ άστρο, μίαν αχτίδα.
Ο Αγγελος εστάθηκε, διπλώνει τὰ φτερά του...
-Ξύπνα, ταράζου, μὴ φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ὁ Κύριός μου είναι μ' εσέ, Ελλὰς ανάστα, χαίρε-.
Οι τοίχοι ευθὺς σωριάζονται. Η μαύρ'η πεθαμένη
νοιώθει τὰ πόδια φτερωτά. Στὴ μέση της δεμένη
χτυπάει η σπάθα φοβερή. Τὸ κάθε πάτημά της
ανοίγει μνήμ᾿ αχόρταγο. Ρωτά γιὰ τὰ παιδιά της...
Κανεὶς δὲν αποκρένεται... Βγαίνει, πετά στὰ όρη...
Λιώνουν τὰ χιόνια όθε διαβεί, όθε περάσει η Κόρη.
-Ξυπνάτε εσείς ποὺ κοίτεστε, ξυπνάτε όσοι κοιμάστε,
τὸ θάνατο όσοι εγεύτητε, τώρα ζωὴ χορτάστε-.
Οἱ χρόνοι φεύγουνε, πετούν καὶ πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλὰ νὰ λάμπει στὸν αιθέρα
μ᾿ όλα τὰ κάλλη τ᾿ ουρανού. Στολίζεται όλη η φύση
μὲ χίλια μύρια λούλουδα γιὰ νὰ τὴν χαιρετήσει.
Γιορτάστε την, γιορτάστε την. Καθείς άς μεταλάβει
απὸ τὴ χάρη Τού Θεού. Κι εσείς κί εσεῖς οί σκλάβοι,
όσοι τὴ δάφνη στὴ καρδιὰ νὰ φέρετε φοβάστε,
αφορεσμένοι νά'στε.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
0 Σχόλια