Ο ΟΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΒΙΡ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΩΣΙΚΗ ΘΗΒΑΪΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ.




Ο όσιος Αλέξανδρος άρχισε νά ασκείται μέ αγώνες πού υπερβαίνουν τήν ανθρώπινη δύναμη σέ πείνα, δίψα καί στήν αντοχή τού ψύχους, ελπίζοντας ότι μέ τό πρόσκαιρο αυτό ψύχος τού χειμώνα, θά αποφύγει τήν μέλλουσα αιώνια κόλαση.Οί δαίμονες όμως,βλέποντας νά καταπολεμούνται από τόν όσιο καί καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο νά εξοστρακιστούν απ'αυτόν, προσπάθησαν απ'τήν αρχή νά τόν τρομοκρατήσουν. Εμφανίζονταν άλλοτε μέν σάν θηρία καί άλλοτε σάν φίδια πού έτρεχαν κατ'επάνω του μέ συριγμούς καί θηριώδη αγριότητα καί τού προκαλούσαν πολλούς άλλους πειρασμούς. Μία νύχτα ο όσιος, πήγαινε πρός τό μοναχικό ερημητήριό του όπου συνήθιζε νά προσεύχεται μόνος του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων, σάν νά'ταν στρατός πολύς καί άρχισαν νά πηδούν κατ'επάνω του μέ μανία, νά τρίζουν τά δόντια τους, ενώ από τό στόμα τους φαινόταν νά'βγαινε μία μεγάλη φλόγα καί μέ λύσσα νά τού φωνάζουν.. -Φύγε,φύγε απ' αυτόν τόν τόπο, αναχώρησε γρήγορα απ' εδώ γιά νά μήν πεθάνεις μέ θάνατο κακό. Ο όσιος όμως σάν καλός μαχητής τού Ιησού Χριστού, οπλισμένος μέ προσευχή,δέν τρομοκρατήθηκε καθόλου απ'αυτούς γιατί γνώριζε τήν ασθενική δύναμή τους. Καί η προσευχή του έβγαινε από τά χείλη του σάν πύρινη φλόγα πού κατέκαυσε καί εξαφάνησε, όλες τίς ανήσχυρες λεγεώνες τών δαιμόνων. Ο όσιος Αλέξανδρος συνέχισε τόν δρόμο του καί ήρθε στό μοναχικό ερημητήριό του,όπου έκανε τίς συνηθισμένες προσευχές του στόν Θεό,οπότε ξαφνικά ένας άγγελος μέ λαμπρά ενδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντάς τον ο Οσιος αισθάνθηκε δέος καί φόβο καί πέφτοντας στό έδαφος, έμεινε εκεί σάν νεκρός. Ο άγγελος τόν έπιασε από τό χέρι καί τού είπε...- Είμαι άγγελος Κυρίου καί ο Θεός μέ έστειλε νά σέ διαφυλάξω απ'όλες τίς απάτες τού πονηρού διαβόλου καί νά σού υπενθυμίσω τά θεία οράματα πού είχες δεί, σ'αυτόν τό τόπο πού έχεις εγκατασταθεί, γιατί οί εντολές Του πρέπει νά εκτελεστούν. Ο Κύριος σέ εξέλεξε νά γίνεις οδηγός σέ πολλούς γιά τήν σωτηρία τους. Σού δηλώνω ότι τό θέλημα Τού Θεού είναι, νά χτίσεις σ'αυτόν τόν τόπο μία εκκλησία στό όνομα τής Αγίας Τριάδος, νά συγκεντρώσεις αδελφούς καί νά ιδρύσεις μοναστήρι. Κι αφού είπε αυτά ο άγγελος, έγινε άφαντος. Ο όσιος Αλέξανδρος όμως αγαπούσε τήν ησυχία καί ήθελε νά ζησει σ'αυτήν όλες τίς ημέρες τής ζωής του, γι αυτό προσευχόταν όλο καί περισσότερο στόν Θεό, νά τόν ελευθερώσει από κάθε απάτη τού εχθρού. Κάποτε πού είχε απομακρυνθεί από τήν καλύβα του καί όπως τό συνήθιζε προσευχόταν αρκετές ώρες συνέχεια, ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι ο άγγελος Τού Κυρίου καί τού είπε.. -Αλέξανδρε, όπως σού είπα τήν προηγούμενη φορά, φιάξε μίαν εκκλησία, συγκέντρωσε αδελφούς καί ίδρυσε μοναστήρι, γιατί πολλοί πού επιζητούν νά σωθούν, θά έρθουν σ'εσένα καί πρέπει νά τούς οδηγήσεις-είς οδον σωτηρίας-. Λέγοντας αυτά ο άγγελος έγινε πάλι άφαντος. Κατά τό 1508 πάλι πού ο όσιος συμπλήρωνε τόν 23ο χρόνο σ'αυτή τήν έρημο κι ενώ ήταν στό ερημικό κελλί του, μία νύχτα πού κατα τήν συνήθειά του προσευχόταν, ξαφνικα στό σημείο πού βρισκόταν, έλαμψε ένα μεγάλο φώς.Ο όσιος ξαφνιάστηκε καί σκέφθηκε..-Τί νά σημαίνει αυτό.... καί αμέσως είδε τρείς ανθρώπους νά έρχονται πρός αυτόν ντυμένοι μέ λαμπρά, λευκα ενδύματα.Ησαν ωραιότατοι καί αγνοί,λάμποντας περισσότερο απ'τόν ήλιο καί αστράφτοντας μέ μία ανέκφραστη ουράνια δόξα.Καθ'ένας τους κρατούσε στό χέρι κι ένα σκήπτρο.Οταν τούς είδε ο όσιος , έτρεμε ολόκληρος γιατί τόν κατέλαβε φόβος καί τρόμος. Μόλις συνήλθε λίγο προσπάθησε νά τούς προσκυνήσει μέχρι τό έδαφος. Εκείνοι όμως τόν έπιασαν απ'τό χέρι, τόν σήκωσαν καί τού είπαν...- Εχε ελπίδα μακάριε καί μήν φοβάσαι. Καί ο Αγιος είπε...- Κύριοί μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιόν σας, πέστε μου ποιοί είστε ,πού ενώ έχετε τόση λαμπρότητα καί δόξα, καταδεχθήκατε νά έλθετε πρός τόν δούλο σας, γιατί ποτέ μου δέν είδα κανέναν μέ τέτοια δόξα όπως εσείς.Εκείνοι τού απάντησαν...- Μή φοβάσαι άνθρωπε θείων επιθυμιών, γιατί τό Αγιον Πνεύμα ευαρεστήθηκε νά κατοικήσει σ'εσένα, γιά τήν αγνότητα τής καρδιάς σου κι όπως σού προείπα πολλές φορές, έτσι καί τώρα σού λέω ότι πρέπει νά φτιάξεις εκκλησία, νά συγκεντρώσεις αδελφούς καί νά δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί μ'εσένα ευδόκησα νά σώσω πολλές ψυχές καί νά τίς φέρω στήν επίγνωση τής αληθείας. Ακούγοντας αυτά ο όσιος γονάτισε καί πλημμυρισμένος από δάκρυα είπε.. - Κύριέ μου, ποιός είμαι εγώ ο αμαρτωλός, ο χειρότερος απ'όλους τούς ανθρώπους, πού θά ήμουν άξιος νά αναλάβω τέτοιες ευθύνες σάν κι αυτές, γιά τίς οποίες μού μίλησες? Είμαι αδύνατος γιά νά δεχθώ τέτοια αποστολή.Γιατί εγώ ο ανάξιος δέν ήλθα σ'άυτόν τόν τόπο γιά νά κάνω αυτά πού μέ προστάζεις, αλλά μάλλον γιά νά κλάψω τίς αμαρτίες μου. Μόλις τά είπε αυτά ό όσιος κειτόταν κάτω στό έδαφος, μά Ο Κύριος τόν έπιασε πάλι απ τό χέρι, τώ σήκωσε καί τού είπε..- Σήκω όρθιος πάρε θάρρος καί δύναμη καί κάνε όλα όσα σού πρόσταξα. Ο όσιος απάντησε..- Κύριέ μου, μήν θυμώνεις μαζί μου πού τόλμησα νά σού αντιμιλήσω πές μου, σέ τίνος τό όνομα θέλεις νά τιμάται η εκκλησία πού η αγάπη Σου γιά τό ανθρώπινο γένος, θέλει νά κτισθεί σ'αυτόν τόν τόπο ? Καί Ο Κύριος είπε στόν όσιο...- Οπως βλέπεις τόν ένα νά σού μιλάει μέ τρία πρόσωπα φτάξε τήν εκκλησία στό όνομα Τού Πατρός Τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, τής Αγίας τριάδος -εν μιά ουσία-. Σού αφήνω τήν ειρήνη Μου καί η ειρήνη Μου πού σού χαρίζω, θά είναι μαζί σου.Καί ξαφνικά ό όσιος είδε Τόν Κύριο μέ απλωμένα φτερά νά βαδίζει στό έδαφος, σάν νά περπατούσε μέ τά πόδια καί μετά έγινε άφαντος. Ο όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά καί φόβο. Ευχαρίστησε θερμά γι αυτό Τόν Θεό, πού τόσο αγαπάει τό ανθρώπινο γένος.Μετά άρχισε νά σκέπτεται πού καί πώς θά χτίσει τήν εκκλησία.Αφού σκέφθηκε πολύ καί προσευχήθηκε γι αυτό στόν Θεό, άκουσε ξαφνικά μία φωνή νά τού μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας πρός τά πάνω είδε έναν άγγελο Τού Θεού, νά στεκεται στόν αέρα μέ απλωμένα φτερά, μέ τόν ίδιο τρόπο πού άλλοτε αμφανίστηκε στόν μεγάλο Παχώμιο, μέ τά χέρια του τεντωμένα στόν ουρανό νά λέει...- Είς Αγιος..Είς Κύριος..Ιησούς Χριστός..είς δόξαν Θεού Πατρός Αμήν! Μετά είπε στόν όσιο... -Αλέξανδρε ας κτισθεί η εκκλησία σ αυτόν τόν τόπο είς τό όνομα Τού Κυρίου, πού εμφανίστηκε σ'εσένα μέ τρία πρόσωπα..Τού Πατρός..Τού Υιού ..καί Τού Αγίου Πνεύματος, τής αδιαιρέτου Τριάδος. Καί λέγοντας αυτά,σημείωσε στόν τόπο εκείνο τό σημείο τού σταυρού μέ τό χέρι του κι έγινε άφαντος. Ο όσιος ευφράνθηκε πολύ μέ τό όραμα αυτό ,δοξολόγησε Τόν Θεό,πού δέν παρείδε τήν δέησή του καί στό σημείο αυτό τοποθέτησε έναν σταυρό.

Η Θηβαϊδα τού Βορρά.( Μετάφραση-επιμέλεια Πέτρου Αθ.Μπότση )


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια