
-Όταν δε έλθει Ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη Αυτού και πάντες οι άγγελοι μετ’ Αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν Αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού:- Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες:-Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; -Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν;-Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς: -Aμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, Εμοί εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων: -Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού. Επείνασα γαρ, και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και ουκ εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή, και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε αποκριθήσονται και αυτοί λέγοντες:-Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι; Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων:- Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η παραβολή αυτή αναφέρεται περισσότερο από κάθε άλλη σαν εικόνα της κρίσης, σαν δήλωση της χωρίς ελπίδα συντέλειας. Παρ’ όλα αυτά μας λέει κάτι ουσιαστικό,όχι για το θάνατο, την καταδίκη ή τη σωτηρία, αλλά για τη ζωή. Ο Θεός δεν ρωτάει ούτε τους αμαρτωλούς ούτε τους δίκαιους τίποτα σχετικά με τις πεποιθήσεις τους ή με τις λατρευτικές τους συνήθειες. Αυτό που μετράει ο Κύριος είναι ο βαθμός της ανθρωπιάς τους: -Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλθατε προς Με.
Το να έχεις όμως ανθρωπιά χρειάζεται φαντασία, χιούμορ, προσγείωση και ένα ρεαλιστικό και στοργικό ενδιαφέρον για τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες του αποδέκτη –ή ας πούμε του θύματος– της φροντίδας μας. Να ένα παράδειγμα από τη ζωή των Πατέρων της Ερήμου που θα εξηγήσει αυτό το σημείο.
Ύστερα από μια γεμάτη και λαμπρή κοινωνική και πολιτική σταδιοδρομία στο παλάτι του Βυζαντίου, ο Άγιος Αρσένιος αποτραβήχτηκε στην έρημο της Αιγύπτου αναζητώντας την πλήρη απομόνωση και την εσωτερική ενατένιση μέσα στη σιωπή. Μια κυρία του παλατιού, που τον θαύμαζε πάντα πάρα πολύ ήρθε στην έρημο για να τον αναζητήσει. Όταν τον συνάντησε έπεσε στα πόδια του. -Πάτερ, αναφώνησε, έκανα αυτό το επικίνδυνο ταξίδι για να σε δω και ν’ ακούσω από το στόμα σου μια μόνο εντολή που ορκίζομαι να την φυλάξω σ’ όλη μου τη ζωή. -Αν αληθινά υπόσχεσαι ότι δεν θα παρακούσεις τη θέλησή μου, απάντησε ο Αρσένιος, δέξου αυτή την εντολή μου:- Οταν ακούς ότι βρίσκομαι σ’ ένα μέρος εσύ πήγαινε αλλού. Μήπως το ίδιο δεν θα έλεγαν πολλοί σ’ όλους εκείνους τους ευεργέτες. των οποίων την αρετή είναι καταδικασμένοι να υπομένουν;
Για μένα το βασικό σημείο της παραβολής που μιλάει για τα πρόβατα και τα ερίφια είναι τούτο:- Αν είσαι αληθινά και συνετά άνθρωπος, τότε είσαι έτοιμος να μπεις στο χώρο της θείας Παρουσίας, να μετέχεις σε ό,τι ανήκει στο Θεό. Γιατί η αιώνια ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η ζωή του Θεού που τη μοιράζεται με τα δημιουργήματά του. -Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω. Αφού ζήσουμε επάξια πάνω στη γη θα μπορέσουμε να ζήσουμε τη ζωή του Ουρανού, να μετέχουμε στη φύση του Θεού, και να πληρωθούμε με το Πνεύμα Του.
Αν αποδειχτούμε καλοί οικονόμοι σε όσα δεν ήταν δικά μας (όλα τα δώρα του Θεού), θα φτάσουμε σε ό,τι είναι δικό μας, όπως, φαίνεται τόσο δυναμικά στην Π α ρ α β ο λ ή τ ο υ ά δ ι κ ο υ ο ι κ ο ν ό μ ο υ στο Ευαγγέλιο του Λουκά 16.1-3.
Επιμείναμε πολύ σε μερικές από τις παραβολές για την Κρίση και αυτό θα μπορούσε να είναι μια παρότρυνση να προχωρήσουμε βαθιά μέσα μας και να ερευνήσουμε τη ζωή μας και την ψυχή μας. Υπάρχει ένα πρότυπο για μια τέτοια αυτοεξέταση που το προτείνω σα μια απλή, αλλά χρήσιμη, υπόδειξη. Το παίρνω από το βιβλίο -Περιπέτειες ενός προσκυνητή, ένα κλασικό Ρωσικό πνευματικό βιβλίο του δέκατου ένατου αιώνα.
-Στρέφοντας τα μάτια μου προσεκτικά στον εαυτό μου και παρατηρώντας την πορεία της εσωτερικής μου κατάστασης βεβαιώθηκα από την πείρα μου ότι δεν αγαπώ το Θεό, ότι δεν έχω αγάπη για τον πλησίον μου, ότι δεν έχω θρησκευτική πίστη και ότι είμαι γεμάτος υπερηφάνεια και φιληδονία.
1. Δ ε ν α γ α π ώ τ ο Θ ε ό: Αν αγαπούσα το Θεό θα είχα συνέχεια τη σκέψη μου στραμμένη σ’ Αυτόν και θα ήμουνα ευτυχισμένος. Κάθε σκέψη για το Θεό θα μου έδινε χαρά και αγαλλίαση. Αντίθετα όμως, πολύ πιο συχνά και πολύ πιο εύκολα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ενώ το να σκέπτομαι το Θεό καταντάει κουραστικό και ανούσιο. Αν αγαπούσα το Θεό, τότε η κουβέντα μου μαζί Του, μέσα στην προσευχή, θα μου ήταν τροφή και αγαλλίαση και θα με οδηγούσε σε μια αδιάσπαστη επικοινωνία μ’ Αυτόν. Αλλ’ όμως, αντίθετα, όχι μόνο δεν βρίσκω ευχαρίστηση στην προσευχή, αλλά πρέπει κάθε φορά να προσπαθήσω πολύ για να προσευχηθώ. Αγωνίζομαι εναντίον της απροθυμίας, η νωθρότητα με εξασθενίζει και είμαι πάντα πρόθυμος να καταπιαστώ με καθετί ασήμαντο, προκειμένου να συντομέψω το χρόνο της προσευχής και να την αποφύγω.
Ο καιρός περνάει απαρατήρητος με μάταιες ενασχολήσεις. Αλλά όταν ασχολούμαι με το Θεό, όταν μπαίνω μέσα στην παρουσία Του, τότε κάθε ώρα μού φαίνεται πως είναι ένας ολάκερος χρόνος. Όταν κάποιος αγαπάει κάποιον άλλον, τον σκέπτεται όλη τη μέρα χωρίς διακοπή, τον βλέπει μπροστά του, φροντίζει γι’ αυτόν, και σε καμιά περίπτωση ο αγαπημένος αυτός φίλος δεν φεύγει από την σκέψη του. Αλλά εγώ, ολόκληρη τη μέρα, είναι ζήτημα αν ξεχωρίζω έστω και μια ώρα για να βυθιστώ σε μελέτη και ενατένιση του Θεού, για να φλογίσω την καρδιά μου με την αγάπη γι’ Αυτόν, ενώ με ευκολία προσφέρω τις είκοσι τρεις ώρες του εικοσιτετραώρου μου, ολοκαύτωμα στα είδωλα των παθών μου.
Είμαι πρόθυμος να συζητώ για τιποτένια πράγματα και γεγονότα που εξευτελίζουν το πνεύμα, κι αυτό μ’ ευχαριστεί. Στις σκέψεις μου, όμως, για το Θεό είμαι ξηρός, απρόθυμος και τεμπέλης. Ακόμα κι όταν άθελά μου παρακινηθώ από άλλους σε πνευματική συζήτηση, προσπαθώ να γυρίσω το θέμα σε κάτι άλλο που ευχαριστεί τις επιθυμίες μου.
Είμαι τρομερά περίεργος για καθετί το νέο για τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τα πολιτικά γεγονότα. Συχνά αναζητώ την ικανοποίηση στην αγάπη της γνώσης, της επιστήμης και της τέχνης και στους τρόπους που θ’ αποκτήσω ευκολότερα τ’ αγαθά που επιθυμώ. Η μελέτη όμως του Νόμου του Θεού, η γνώση Αυτού και της Θρησκείας δεν με εντυπωσιάζουν ούτε ικανοποιούν την πείνα της ψυχής μου. Όλα αυτά τα θεωρώ όχι μόνο επουσιώδη αλλά τα δέχομαι σαν κάτι τελείως δευτερεύον που θα μπορούσε ίσως να με απασχολήσει περιστασιακά στις ελεύθερες ώρες μου. Με λίγα λόγια αν η αγάπη στο Θεό είναι η τήρηση των εντολών του –όπως είπε ο Χριστός «ει αγαπάτε με τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε»– εγώ όχι μόνο δεν τηρώ τις εντολές Του, αλλά ούτε και κάνω καμιά προσπάθεια αν τις τηρήσω. Έτσι, εντελώς ειλικρινά, το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι δεν αγαπώ το Θεό. Αυτό λέει κι ο Μέγας Βασίλειος: -Η απόδειξη ότι ο άνθρωπος δεν αγαπάει το Θεό και το Χριστό, βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν τηρεί τις εντολές Του.
2. Δ ε ν α γ α π ώ ο ύ τ ε τ ο ν π λ η σ ί ο ν μ ο υ. Γιατί όχι μόνο είμαι ανίκανος ν’ αποφασίσω να δώσω τη ζωή μου για χάρη του (σύμφωνα με το ευαγγέλιο), αλλά ούτε και την ευχαρίστησή μου, την καλοπέρασή μου και την ειρήνη μου δεν θυσιάζω για το καλό του. Αν αγαπούσα τον πλησίον μου σαν τον εαυτό μου, οι λύπες του θα ήταν και δικές μου λύπες και η ευτυχία του θα έφερνε και σε μένα ευτυχία. Αντίθετα όμως, ακούω χωρίς να ενοχλούμαι διάφορες θλιβερές ιστορίες για τον πλησίον μου ή, και το χειρότερο, νιώθω και κάποια ευχαρίστηση ακούγοντάς τες. Το σφάλμα του αδερφού μου όχι μόνο δεν το καλύπτω με την αγάπη μου, αλλά το διατυμπανίζω όπου μπορώ με κριτική διάθεση. Η ευτυχία του, η τιμή του, τ’ αγαθά του δεν με ευφραίνουν σαν να ήταν δικά μου, και σαν να επρόκειτο για κάτι εντελώς έξω από μένα, δεν μου προξενούν καμιά αίσθηση χαράς. Ακόμα χειρότερα, μου φέρνουν αισθήματα ζήλειας και περιφρόνησης.
3. Δ ε ν έ χ ω θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή π ί σ τ η. Δεν πιστεύω ούτε στην αθανασία ούτε στο Ευαγγέλιο. Αν ήμουνα εντελώς βέβαιος, αν πίστευα χωρίς αμφιβολία ότι πέρα από τον τάφο ανοίγεται η αιώνια ζωή, θα σκεπτόμουνα συνέχεια αυτό. Η ιδέα της αθανασίας θα με τρομοκρατούσε κυριολεκτικά και θα ζούσα αυτή τη ζωή σαν ένας ξένος που είναι πάντα έτοιμος να φύγει για την πατρίδα του. Αντίθετα, εγώ ούτε που σκέφτομαι για την αιωνιότητα και θεωρώ το τέλος της επίγειας ζωής μου σαν το τέρμα της ανθρώπινης ύπαρξής μου. Μια κρυφή σκέψη φωλιάζει μέσα μου. Ποιος ξέρει τι γίνεται μετά το θάνατο; Αν πω ότι πιστεύω στην αθανασία, τότε μιλάω μόνο για το πώς σκέπτεται το μυαλό μου, ενώ η καρδιά μου πολύ απέχει από του να συμφωνεί με κάτι τέτοιο. Αυτό καθαρά επιβεβαιώνεται από τις πράξεις μου και από τη συνεχή φροντίδα να ικανοποιώ τη ζωή των αισθήσεων.
Αν η διδασκαλία του Ευαγγελίου είχε με πίστη ριζώσει στην καρδιά μου σαν Λόγος του Θεού, τότε δεν θα έκανα τίποτε άλλο παρά ν’ απασχολούμαι διαρκώς μ’ αυτή, να τη μελετάω, να με τέρπει και να στρέφω την προσοχή μου σ’ αυτή με απέραντη αφοσίωση.
Η σοφία, η ευσπλαχνία και η αγάπη που κρύβονται μέσα σ’ αυτήν θα με οδηγούσαν στην ευτυχία. Θα έβρισκα βαθιά ικανοποίηση στη μελέτη του Νόμου του Θεού, νύχτα και μέρα. Σ’ αυτή τη μελέτη θα έβρισκα τροφή πνευματική, τον -επιούσιον άρτον- της ψυχής μου και η καρδιά μου θα ελκυόταν στην τήρηση του νόμου Του. Τίποτε στον κόσμο δεν θα ‘ ταν δυνατό να με αποτρέψει από την εφαρμογή του. Αντίθετα, όταν κάθε τόσο διαβάζω ή ακούω το Λόγο του Θεού από ανάγκη ή από διάχυτη αγάπη για τη γνώση, το κάνω χωρίς ιδιαίτερη προσοχή και τον βρίσκω καταθλιπτικό και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνήθως φτάνω στο τέλος της μελέτης μου χωρίς σπουδαία ωφέλεια και πάντα προθυμότατος ν’ αλλάξω αυτή τη μελέτη με ελαφρά αναγνώσματα που μ’ ευχαριστούν περισσότερο και βρίσκω καινούργια και ενδιαφέροντα πράγματα.
4. Ε ί μ α ι γ ε μ ά τ ο ς υ π ε ρ η φ ά ν ε ι α κ α ι φ ι λ η δ ο ν ί α. Όλες μου οι ενέργειες το βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό στον εαυτό μου, θέλω να το παρουσιάσω ή να υπερηφανευτώ γι’ αυτό μπροστά σε άλλους ανθρώπους ή να το θαυμάσω μόνος μου εσωτερικά. Αν και αποδείχνω μια εξωτερική ταπεινοφροσύνη, την αποδίδω στη δική μου δύναμη και θεωρώ τον εαυτό μου ή ανώτερο από τους άλλους, ή τουλάχιστον όχι χειρότερό τους. Όταν παρατηρήσω κάποιο σφάλμα μου, προσπαθώ να το δικαιολογήσω και να το σκεπάσω λέγοντας:- Ετσι είμαι φτιαγμένος, ή -δεν φταίω εγώ. Θυμώνω με όσους ανθρώπους δεν δείχνουν σεβασμό στο πρόσωπό μου και τους θεωρώ ανθρώπους ανίκανους να εκτιμήσουν την αξία του άλλου. Καυχιέμαι για τα χαρίσματά μου και αισθάνομαι πειραγμένος για τις αποτυχίες μου. Είμαι γκρινιάρης και βρίσκω ευχαρίστηση στη δυστυχία των εχθρών μου.
Όταν αγωνίζομαι για κάτι καλό, το κάνω ή με σκοπό να κερδίσω επαίνους ή για πνευματική αυτοϊκανοποίηση ή για πρόσκαιρη παρηγοριά. Με μια λέξη κάνω συνέχεια τον εαυτό μου ένα είδωλο στο οποίο προσφέρω αδιάκοπα τις υπηρεσίες μου, αναζητώντας με κάθε τρόπο την ευχαρίστηση των αισθήσεών μου και την καλλιέργεια των παθών και των επιθυμιών μου.
Αναλογιζόμενος όλα αυτά βλέπω τον εαυτό μου όλο υπερηφάνεια και σαρκικές επιθυμίες, άπιστο, χωρίς αγάπη για το Θεό και γεμάτο μίσος για τον πλησίον μου. Ποια κατάσταση θα μπορούσε να είναι πιο αμαρτωλή απ’ αυτή; Τα πνεύματα του σκότους θα πρέπει να βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από τη δική μου. Γιατί εκείνα, αν και δεν αγαπούν το Θεό, αν και μισούν τον άνθρωπο και ζουν μέσα στην υπερηφάνεια, τουλάχιστον «πιστεύουν στο Θεό και φρίττουν.- Εγώ όμως; Μπορεί να υπάρξει κόλαση χειρότερη απ’ αυτή που αντιμετωπίζω; Και ποια τιμωρία θα είναι αυστηρότερη απ’ αυτή που θα μου δοθεί για την ανόητη και ανεύθυνη ζωή που αναγνωρίζω ότι ζω;
Η Κρίση δεν θα μας προκαλούσε παρά τρόμο αν δεν είχαμε τη βέβαιη ελπίδα ότι θα συγχωρεθούμε. Το δώρο αυτό της συγνώμης ενυπάρχει στην αγάπη του Θεού και των ανθρώπων. Δεν αρκεί, όμως, να μας δοθεί η συγνώμη, πρέπει και να είμαστε έτοιμοι να την πάρουμε, να την αποδεχτούμε.
Πολύ συχνά μας δίνεται η συγνώμη αλλά εμείς οπισθοχωρούμε και δεν τη δεχόμαστε. Για την υπερηφάνεια μας η συγνώμη εμφανίζεται σαν έσχατη ταπείνωση και μεις προσπαθούμε να την αποφύγουμε, φορώντας το προσωπείο της ψεύτικης ταπεινοφροσύνης: -Αφού εγώ δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό που έκανα πώς μπορώ να δεχτώ τη συγνώμη των άλλων; Εκτιμώ την καλοσύνη σας, αλλά η συνείδησή μου είναι πολύ αυστηρή, πολύ ευαίσθητη και δεν μπορώ να εκμεταλλευτώ την ευγένειά σας. Έτσι χρησιμοποιούμε λέξεις, όπως η λέξη -ευγένεια-, για να κάνουμε το δώρο που μας προσφέρεται, όσο γίνεται πιο ασήμαντο και τη δική μας άρνηση να το δεχτούμε πιο απογοητευτική για τον γενναιόδωρο φίλο μας.
Δεν μπορούμε, βέβαια, ούτε θα έπρεπε ποτέ να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας. Θα ήταν τρομερό αν το κάναμε. Θα σήμαινε ότι παίρνουμε πολύ πολύ ελαφρά το χτύπημα που δώσαμε, την πληγή που ανοίξαμε, τον πόνο, τη δυστυχία, τη ζημιά που προκαλέσαμε. Δυστυχώς όμως, αυτό κάνουμε κάθε φορά που χάνουμε την υπομονή μας μπροστά σε κάποιον που βλάψαμε και ο οποίος φαίνεται να πονάει υπερβολικά. -Εγώ συγχώρεσα τον εαυτό μου προ πολλού, ως πότε θα περιμένω και συ να με συγχωρήσεις;
Ο Θεός να μας φυλάξει να μη φτάσουμε στο σημείο να συγχωρούμε τον εαυτό μας. Γι’ αυτό πρέπει να μάθουμε δυο πράγματα:- Πρώτα να μην επιτρέπουμε ποτέ να μας συμβεί κάτι τέτοιο και δεύτερο ν’ αποδεχόμαστε ελεύθερα το δώρο της συγνώμης του άλλου. Αν αρνηθούμε αυτά τα δυο είναι σαν να λέμε:- Δεν πιστεύω πραγματικά ότι η αγάπη εξαφανίζει όλες τις αμαρτίες και ούτε εμπιστεύομαι την αγάπη σου.
Είναι ανάγκη να δεχόμαστε να μας συγχωρούν με μια πράξη που κρύβει τολμηρή πίστη και μεγαλόψυχη ελπίδα, να αποδεχόμαστε το δώρο ταπεινά, σαν ένα θαύμα που μόνο η αγάπη, –η ανθρώπινη και η θεϊκή αγάπη– μπορούν να επιτελέσουν` να είμαστε παντοτινά ευγνώμονες για το δώρο αυτής της αγάπης, για την ανορθωτική, τη θεραπευτική και την αναγεννητική της δύναμη.
Δεν πρέπει να περιμένει κανείς να συγχωρεθεί επειδή κάποια στιγμή βελτίωσε τη συμπεριφορά του. Ούτε πάλι να βάζει αυτή τη βελτίωση σαν όρο προκειμένου να συγχωρήσει εκείνος τους άλλους. Ο άνθρωπος αρχίζει ν’ αλλάζει μόνο όταν συγωρεθεί και αγαπηθεί – ποτέ το αντίθετο. Αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ να το ξεχνάμε` και όμως πάντοτε μας ξεφεύγει.
Ακόμα δεν πρέπει ποτέ να συγχέουμε τη συγνώμη με τη λησμοσύνη, ή να νομίζουμε ότι αυτά τα δυο πάνε μαζί. Όχι μόνο δεν συμβαδίζουν, αλλά, αντίθετα, το ένα αποκλείει το άλλο. Το να σβήσεις το παρελθόν έχει ελάχιστη σχέση με τη δημιουργική, την ουσιαστική και καρποφόρα συγχώρεση. Το μόνο πράγμα που πρέπει να φύγει, να σβήσει από το παρελθόν είναι το δηλητήριο, η πίκρα, η μνησικακία και η αποξένωση, αλλά όχι η μνήμη.
Η αληθινή συγχώρεση αρχίζει τη στιγμή που το θύμα της αδικίας, της σκληρότητας και της συκοφαντίας αποδέχεται τον ένοχο όπως είναι και για κανένα άλλο λόγο παρά μόνο γιατί γύρισε πίσω` όπως ακριβώς έγινε στην περίπτωση του άσωτου γιου, όπου ο πατέρας δεν κάνει καμιά ερώτηση, δεν ζητάει τίποτε, δεν βάζει όρους για την επιστροφή του άσωτου στο σπίτι.
Η συγνώμη του Θεού μάς δίνεται από τη στιγμή που ο Θεός δέχεται να σηκώσει το φορτίο και όλες τις συνέπειες της πτώσης μας, από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού γίνεται «άνθρωπος εν πληγή» (Ησαΐα 52-59). Είναι σίγουρο ότι η συγνώμη δεν μας δίνεται τη στιγμή που θα γίνουμε άγιοι. Ο Θεός έχει κιόλας δώσει τη συγνώμη Του όταν λέει: «Είμαι έτοιμος να πεθάνω για σας: σας αγαπώ». Αυτό ακριβώς είναι το σημείο απ΄ όπου αρχίζει κι η συγνώμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν σε ένα οικογενειακό καυγά ο φταίχτης έρθει πίσω ή πολύ αγέρωχος ή πολύ ντροπιασμένος ή, ίσως, πολύ σφιγμένος μη μπορώντας από φόβο να μιλήσει, η σωτηρία του αρχίζει τη στιγμή ακριβώς που η οικογένεια θα του πει: -Ποτέ δεν πάψαμε να σ’ αγαπάμε` άφησε το φόβο κατά μέρος, εμείς σ’ αγαπάμε. Αλήθεια, τι πόνος κι αυτός. Τώρα όμως που ξαναγύρισες όλοι θα ηρεμήσουμε.
Έτσι μπορεί και θα πρέπει, να φερθεί εκείνος που έχει δίκιο, επειδή είναι πολύ πιο εύκολο σ’ αυτόν να το κάνει παρά σε κείνον που έχει άδικο. Επίσης, επειδή αυτοί που έχουν το δίκιο μοιράζονται με τους φταίχτες την ευθύνη του ρήγματος και του καυγά, πρέπει αναπόφευκτα κι αυτοί να κάνουν το πρώτο βήμα προς τη συμφιλίωση.
Θυμάμαι μια φορά κάποιον αρκετά σημαντικό άνθρωπο που ήρθε να με δει για να μου πει πως ένας φίλος του, που υπερηφανευόταν για πολλά πνευματικά επιτεύγματα, τον πρόσβαλε. -Ποιος θα πρέπει να πάει πρώτος στον άλλο για συμφιλίωση; με ρώτησε. -Δεν μπορώ να σου απαντήσω, του είπα, -γιατί μάλλον δεν γίνεται να μπω ανάμεσά σας σαν δικαστής. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο για μένα: ο πιο μικροπρεπής από τους δυο σας θα περιμένει τον άλλον να κάνει πρώτος την κίνηση. Το σημαντικό αυτό πρόσωπο δεν είπε λέξη, αλλά πήγε αμέσως και συμφιλιώθηκε με τον φίλο του. Να λοιπόν που η ματαιοδοξία κατόρθωσε όσα ούτε η ταπείνωση, ούτε η σοφία, ούτε η απλή φιλία μπόρεσαν να πετύχουν. Τι θλιβερό... Πόσο διαφορετική ήταν η γενναιόδωρη, η στοργική, η αδέσμευτη συγνώμη που έδωσε ο πατέρας στον άσωτο γιο του.
Παρ’ όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν ήταν η συγνώμη το τέλος σε όλα τα προβλήματα. Στη μακρινή και ξένη χώρα της εγκατάλειψης ο ξεχασμένος φταίχτης δεν μπορεί παρά να έμαθε τρόπους που ήταν απαράδεχτοι από την οικογένειά του και τους φίλους του. Η μυρουδιά των γουρουνιών που το σώμα του μπορεί να μύριζε ακόμα και οι συνήθειες που απόκτησε με τη δύστροπη ζωή του, δεν εξαφανίζονται μέσα σε μια νύχτα. Θα πρέπει να τις αποβάλλει σταδιακά και, ίσως, με αργό ρυθμό. Μπορεί να έχει χάσει πολλούς από τους ευγενικούς τρόπους που είχε από παλιά. Θα πρέπει να τους ξαναμάθει σιγά σιγά. Η οικογένεια θα προτιμούσε να τον ξανακάνει δικό της, να τον αναγεννήσει και να τον λυτρώσει αλλά μόνο στο βαθμό που κάθε μέλος της θα θυμόταν την αδυναμία του, τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, τις κακές, επίκτητες συνήθειές του. Αλλά να θυμάται χωρίς αγανάχτηση, χωρίς αισθήματα υπεροχής, χωρίς αισθήματα ντροπής, αλλά με συμπόνια, με τη συμπόνια εκείνη που κάνει τη -χάρη να υπερπερισσεύει όπου πλεονάζει η αμαρτία-. Να έχει τη θέληση και τη σταθερή απόφαση ποτέ να μη ξεχνάει εκείνο από το οποίο το αγαπημένο πρόσωπο θα έπρεπε να προφυλαχτεί, δηλαδή, από τη φυσική του αστάθεια και την επίκτητή του αδυναμία. Αλλιώς, αυτός που χρειάζεται τη θεραπεία και την προστατευτική βοήθειά μας θα υποβληθεί σε υπέρμετρη γι’ αυτόν δοκιμασία και θα γίνει το θύμα ατέλειωτων και πικρών αντεγκλήσεων με τους δικούς του.
Είναι άλλο πράγμα να συγχωρείς και εντελώς άλλο να βάζεις σε δοκιμασία τον ένοχο. Να συγχωρείς σημαίνει να δέχεσαι τον άλλον όπως μας δέχτηκε ο Χριστός. Σημαίνει να -βαστάζει ο ένας τα βάρη του άλλου, όπως ο Χριστός βαστάζει τα βάρη όλων μας –του φταίχτη και του θύματος συγχρόνως– και αγαπάει ανοιχτόκαρδα και μακρόθυμα τον έναν και με χαρούμενη διάθεση θυσίας και προσφοράς τον άλλο.
Αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Ο Σταυρός Του μαρτυρεί την πίστη Του στο ανθρώπινο γένος και στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, μαρτυρεί την ακατάβλητη ελπίδα Του. Να γιατί ο θάνατός Του γίνεται ζωή μας και η Ανάστασή του η ίδια η Αιωνιότητα για μας.
Επισκόπου Anthony Bloom. Πορεία και Συνάντηση.
0 Σχόλια