ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ. ( 20 ΙΟΥΝΙΟΥ ).




Ο Νικόλαος Καβάσιλας, γόνος της Θεσσαλονίκης, δευτέρας πόλεως της αυτοκρατορίας κατά τους υστέρους βυζαντινούς χρόνους, συνέδεσε τη δραστηριότητά του τόσο με αυτή όσο και με την πρωτεύουσά της, τη γεμάτη αγωνία κατά τον τελευταίο αιώνα του βίου της αυτοκρατορίας.
Η μετριοπάθεια και η μειλιχιότης μπορεί να συνετέλεσαν ώστε κατά τους χρόνους του να επισκιασθή από άλλους δυναμικωτέρους θεολόγους, του έδωσαν όμως αργότερα τέτοιο κύρος, ώστε να εκτιμάται γενικώς ως ένας από τους στερεότερους παράγοντας της ορθοδόξου θεολογίας και ως ένας από τους ορθοδοξοτέρους μυστικούς της Εκκλησίας. Πολύ μεγαλυτέρα είναι η εκτίμησις γι’ αυτόν σήμερα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο.
Το πατρικό επώνυμο του Νικολάου ήταν Χαμαετός, αυτό όμως παρά την επισημότητά του υποχώρησε απέναντι στο μητρικό Καβάσιλας, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλον στους χρόνους του εσέμνυνε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νείλος Καβάσιλας, αδελφός της μητέρας του. Η επιφανής αυτή οικογένεια, προερχομένη πιθανώς από την Ήπειρο, ανέδειξε πολλές αξιόλογες προσωπικότητες από το 14ο αιώνα και έπειτα.
Η γνώμη ότι ο Νικόλαος γεννήθηκε γύρω στα 1300, που επικρατούσε παλαιότερα, έχει εγκαταλειφθή τελείως σήμερα, οπότε η καλυτέρα γνώσις των συνθηκών του βίου του επιτρέπει ακριβέστερους υπολογισμούς. Το γεγονός ότι γράφοντας το 1351 την αναφορά του περί τόκων προς την Άννα Παλαιολογίνα, που διέμενε τότε στη Θεσσαλονίκη, λέγει ότι δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το τριακοστό έτος του βίου του, σημαίνει ότι το επλησίαζε και άρα ότι εγεννήθηκε κατά το 1322 ή 1323.
Το γεγονός έπειτα ότι για τελευταία φορά εμφανίζεται το 1391, ως παραλήπτης επιστολών του Μανουήλ Β’ και του Ιωσήφ Βρυεννίου, σημαίνει ότι απέθανε ολίγο μετά το έτος αυτό. Η Θεσσαλονίκη ήταν αυτή την εποχή «μητρόπολις της φιλοσοφίας», όπως παρατηρεί ο Νικόλαος στο εγκώμιό του στον άγιο Δημήτριο, και διακρινόταν για τις αξιόλογες σχολές της, τούτο όμως δεν απέτρεψε το Νικόλαο από το ν’ αναχωρήση, έφηβος ακόμη, στην Κωνσταντινούπολι για συνέχισι των σπουδών του.
Ο πατέρας του παρακολουθούσε με προσοχή την πορεία της προόδου του κι εζητούσε διαρκώς επιστολές, εκείνος όμως καθυστερούσε την αλληλογραφία, προφασιζόμενος το φόρτο των μαθημάτων, όπως κάμουν οι φοιτηταί όλων των εποχών (Επιστολές 1.2.3). Στις σπουδές του συμπεριέλαβε τη ρητορική, τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία.
Κατά την έναρξι του εμφυλίου πολέμου φαίνεται ότι ο Νικόλαος, λόγω νεαράς ηλικίας, δεν έλαβε ενεργό μέρος, το επόμενο όμως έτος (1342) απεφάσισε να επιστρέψη στην γενέτειρά του, όπου ευρέθηκε σε μια διάσπασι χειρότερα από της πρωτευούσης. Οι ταραχές της Κωνσταντινουπόλεως είχαν δώσει την αφορμή της κινητοποιήσεως των δυνάμεων στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Στη Θεσσαλονίκη οι ευγενείς ετάχθηκαν στο πλευρό του Ιωάννου Καντακουζηνού, ενώ ο λαός, συγκινούμενος πάντοτε από το δράμα μιας χήρας βασίλισσας και ενός ανηλίκου διαδόχου, των οποίων κινδυνεύουν τα δίκαια, ετάχθηκε με το μέρος του Ιωάννου Παλαιολόγου. Τα αισθήματα αυτά του λαού υπέρ του νομίμου βασιλέως εκμεταλλεύθηκαν μερικοί φιλόδοξοι δημοκόποι, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν τους Ζηλωτάς -ένα μίγμα φανατικών καλογήρων και επαιτών- για να τον ξεσηκώσουν σε επανάστασι.
Έτσι, όταν ο Καντακουζηνός εζήτησε τη βοήθεια του αναποφάσιστου διοικητού της πόλεως Θεοδώρου Συναδηνού, οι Ζηλωταί, με υψωμένο το σύμβολο του σταυρού, επαναστάτησαν και μετά τρεις ημέρες σφαγών και λεηλασιών κατέλαβαν την εξουσία τον Ιούλιο του 1342, ενώ ο Συναδηνός με 1000 ευγενείς κατέφυγε στο Γυναικόκαστρο.
Η απομόνωσις της πόλεως oδήγησε τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της να ζητήση συμβιβασμό με τον Καντακουζηνό κι έτσι το 1345 εστάλθηκε στον αντιπρόσωπό του στη Βέροια επιτροπή αποτελούμενη από το Νικόλαο Καβάσιλα και το Γεώργιο Φαρμάκη. Τούτο όμως είχε ως συνέπεια νέο ξέσπασμα της μήνεως των Ζηλωτών, από το οποίο μόλις διέφυγε ο Νικόλαος.
Μετά την επικράτησι του Καντακουζηνού, το 1347, ο Νικόλαος προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολι από το Δημήτριο Κυδώνη, προφανώς κατ’ εντολή του αυτοκράτορος, και έκτοτε αρχίζει το πολιτικό του στάδιο που δεν φαίνεται να διήρκεσε περισσότερο από επτά έτη. Ο αυτοκράτωρ εξετίμησε τόσο πολύ τις ικανότητες του νέου, ώστε τον κατέστησε μαζί με τον Κυδώνη κύριο σύμβουλό του.
Γράφει ο ίδιος: «πολλής αυτούς ο βασιλεύς ηξίου ευμενείας και εν πρώτοις μάλιστα των φίλων ήγε και των ομιλητών» (Καντακουζηνός, έκδ. Bonn IV, 107, 18-20). Εξ άλλου, υπήρχε η αγαθή συγκυρία ότι ο νέος πατριάρχης Ισίδωρος (1347-1349) ήταν ένας από τους πρώτους διδασκάλους του στη Θεσσαλονίκη.
Το Σεπτέμβριο του 1347 μαζί με άλλους συνώδευσε το Γρηγόριο Παλαμά στο ταξίδι του προς την Θεσσαλονίκη για την ενθρόνισι, αλλ’, όπως είναι γνωστό, δεν έγινε δεκτός από τους Ζηλωτάς, απεχώρησαν μαζί στο Άγιο Όρος κι από εκεί ο Καβάσιλας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολι.
Είναι πιθανό ότι αργότερα συνώδευσε τον Καντακουζηνό κατά την εκστρατεία του που έθεσε τέρμα στην ανταρσία των Ζηλωτών (1350).
Η ψυχρότης στις σχέσεις μεταξύ των αυτοκρατόρων, των δύο Ιωαννών, πενθερού και γαμβρού, Καντακουζηνού και Παλαιολόγου, συνεχιζόταν πάντοτε, η δε σύνοδος του 1351, όπου εθριάμβευσε οριστικώς η ησυχαστική διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά, προεκάλεσε νέα διάστασι.
Έκτοτε ο Κυδώνης έκλινε προς τον Παλαιολόγο και ο Καβάσιλας προς τον Καντακουζηνό. Οι λόγοι αυτής της διαφοροποιήσεως ήσαν δογματικοί και εκκλησιαστικοπολιτικοί. Στο δογματικό θέμα ο Καβάσιλας αποδέχθηκε τον ησυχασμό, με τη μετριοπάθεια που τον εχαρακτήριζε πάντοτε, ενώ ο Κυδώνης εκδηλώθηκε κατά του ησυχασμού.
Έπειτα στο θέμα των σχέσεων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο Καβάσιλας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως χωρίς υποχωρήσεις δογματικές ή εκκλησιολογικές, ενώ ο Κυδώνης υπεδείκνυε την χωρίς όρους ένωσι με την Ρώμη. Ο Καντακουζηνός ήταν πεπεισμένος ότι το θέμα των σχέσεων αυτού του είδους ανήκει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας, εφ’ όσον μάλιστα το κακό προηγούμενο του Μιχαήλ Παλαιολόγου είχε καταστήσει χειρότερα τα πράγματα. Γι’ αυτό επρότεινε σύγκλησι οικουμενικής συνόδου με συμμετοχή όλων των επισκόπων Ανατολής και Δύσεως σε ένα ενδιάμεσο τόπο. Φαίνεται ότι η πολιτική αυτή καθωρίσθηκε με βάσι τις συμβουλές του Νείλου Καβάσιλα, θείου του Νικολάου που ως λαϊκός έφερε και αυτός το όνομα Νικόλαος, αλλά και του ανεψιού Νικολάου.
Με την οριστική νίκη του Ιωάννου Παλαιολόγου στη μεν εξωτερική εκκλησιαστική πολιτική επικράτησε η φιλενωτική γραμμή, στην εσωτερική όμως δεν κατoρθώθηκε ν’ απορριφθή ο ησυχασμός. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε’ και ο κύριος σύμβουλός του Δημήτριος Κυδώνης έφθασαν σε σημείο να προσχωρήσουν προσωπικώς στο ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά πέραν ολίγων διανοουμένων δεν έπεισαν καμμία μερίδα του λαού. Ο Καβάσιλας φαίνεται ότι για μια στιγμή εταλαντεύθηκε και ίσως εσκέφθηκε ν’ ακολουθήση το παράδειγμα του φίλου του Κυδώνη, ή τουλάχιστο να τον δικαιολογήση, αν αυτό το νόημα έχουν οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου κατά τους οποίους: «ευρίσκεσαι στην ανόθευτη και γνήσια μερίδα των χριστιανών· απαλλάχθηκες οριστικά από την νοθευμένη και κίβδηλη παράταξι. Απογοητευμένος από την συναγωγή εκείνων αποφάσισες να συνταχθής με την υγιαίνουσα ποίμνη» (Επιστολή Ιωσήφ Βρυεννίου, ΕΕΒΣ 29 [1959] 31).
Μετά το 1354 ο Καβάσιλας δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκε με τα πολιτικά, ασχολήθηκε όμως με τα εκκλησιαστικά στο πλευρό του πατριάρχου Φιλοθέου (1353-1355, 1364-1376). Το 1362 οικογενειακά θέματα τον εκάλεσαν στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησε να θέση υπό έλεγχο το μέρος εκείνο της μεγάλης περιουσίας του, αστικής και αγροτικής, που είχε απομείνει μετά τις αρπαγές των Ζηλωτών και των Σέρβων.
Μόλις έφθασε εκεί, επληροφορήθηκε τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του, και το επόμενο έτος είδε το θάνατο του θείου του Νείλου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Η μητέρα του έπειτα εισήλθε ως μοναχή στην αγία Θεοδώρα. Δεν είναι γνωστό αν ο Νικόλαος είχε λάβει ιερατική χειροτονία, αν και οι γνώσεις του και ο τρόπος εκφράσεως στα δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρική ιδιότητα.
Φυσικά στηρίζεται σε σύγχυσι η παλαιά και νέα άποψις ότι διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οφειλομένη κυρίως στο γεγονός ότι και ο θείος του Νείλος έφερε ως κοσμικός το όνομα Νικόλαος. Εκείνο που πρέπει να θεωρηθή βέβαιο είναι ότι ήταν μοναχός, πιθανώς από την εποχή της εισόδου της μητέρας του στο μοναχικό βίο, που συμπίπτει με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολι και την δευτέρα άνοδο του Φιλοθέου στον πατριαρχικό θρόνο.
Κατά τα τελευταία έτη του βίου του εζούσε στη μονή των Μαγγάνων. Απέθανε ήρεμα και διακριτικά, όπως έζησε σ’ όλη του τη ζωή, γύρω στο 1392.




(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)


 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια