Κάποτε πού προσευχόταν κι είχε τό βλέμμα στραμμένο στούς ουρανούς, έλαμψε εμπρός του Θεϊκό φώς. Ταυτόχρονα παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος άγγελος μέ στολή διακόνου. Κρατούσε χρυσό θυμιατήρι καί θυμιάτισε πρώτα πρός τόν ουρανό καί μετά τόν Νήφωνα. Ξαφνικά άνοιξαν οί πύλες τ'ουρανού καί οί άγγελοι Τού Θεού, ανέβαιναν καί κατέβαιναν σάν μέλισσες, μεταφέροντας τίς ψυχές τών ανθρώπων πού πέθαιναν. Τά πονηρά πνεύματα τού αέρα αγωνίζονταν νά τίς αρπάξουν καί νά τίς γκρεμίσουν κάτω,αλλά οί άγγελοι αντιστέκονταν σφοδρά μαστιγώνοντάς τους καί σώζωντας τίς ψυχές. Σέ μία στιγμή είδε ο Αγιος ν'ανεβάζουν μία ψυχή πρός τόν ουρανό. Μόλις όμως πλησίασαν στό τελώνιο τής ανηθικότητας, άρχισε ο άρχοντας τού τελωνίου νά ταράζεται καί νά αγριεύει. - Μέ ποιό δικαίωμα,φώναζε παίρνετε εσείς αυτή τήν ψυχή πού μάς ανήκει ? Καί οι αγγελοι τού αποκρίθηκαν. - Απόδειξέ μας ποιάν εξουσία έχεις πάνω στόν άνθρωπο αυτόν ? - Μέχρι τόν θάνατο, είπε τότε τό δαιμόνιο, κυλιόταν θεληματικά σ'όλων τών ειδών τίς αισχρότητες. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά κατέκρινε καί τούς άλλους. Τί φοβερώτερο από αυτά τά εγκλήματα θέλετε? - Ναί, δικαιολόγησαν οί άγγελοι, ήταν δουλωμένος σ'αυτά τά πάθη, αλλά τά έκοψε πρίν πεθάνει. - Οχι, δέν είναι όπως μού τά λέτε, γρύλλισε ο δαίμονας. Πέθανε αμετανόητος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή παρανομούσε, χωρίς ποτέ νά εξομολογηθεί τίς αμαρτίες του.Ηταν καί είναι δικός μου, σέ όλα.Τότε ένας από τούς αγγέλους είπε. - Δέν πρόκειται βέβαια νά πιστέψουμε εσένα, πού είσαι όλος βουτηγμένος στό ψέμμα. Ας καλέσουμε τόν άγγελό του. Εκείνος θά μάς πεί όλη τήν αλήθεια. Τόν κάλεσαν γιατί φρουρούσε ακόμη τό σώμα μέχρι τήν ταφή του.Μόλις ήλθε τόν ρώτησαν.- Πές μας αδελφέ, αυτή η ψυχή, μετάνοιωσε γιά τίς αμαρτίες της,ή πέθανε μαζί τους?. Πές μας όλη τήν αλήθεια.Τότε ο άγγελος απάντησε.- Εγώ δέν είμαι άνθρωπος, ούτε αισχρό πνεύμα, γιά νά λέω ψευδή, αλλά ενώπιον Τού Θεού σάς βεβαιώνω..- Απ τήν στιγμή πού τόν βρήκε η αρρώστεια, πρίν ακόμα νά βαρύνει, συλλογίσθηκε τόν θάνατο. Αρχισε τότε νά κλαίει καί νά ομολογεί Στόν Θεό τίς αμαρτίες του. Συνέχεια σήκωνε τά χέρια του πρός Τόν Υψιστο ζητώντας έλεος.Αν Ο Θεός κρίνει καί θέλει, θά τόν συγχωρήσει. Αν όχι δόξα στήν δικαιοκρισία Του. Μόλις τ'άκουσαν αυτά οί άγγελοι, καταγέλασαν τόν διάβολο. Ετσι η ταπεινωμένη ψυχή, ελευθερώθηκε από τήν παγίδα τών εχθρών της.
0 Σχόλια