Συνάντησα κάποτε έναν παππού τόσο φτωχό, που του έλειπαν ακόμη και τα απαραίτητα. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και ο γιος του, που ζούσε στο εξωτερικό τον είχε ξεχάσει.
Ο παππούς είχε φωτεινό πρόσωπο και γελούσε κατάκαρδα, ενώ το σπιτάκι του ήταν ένα ημιυπόγειο κάτω από τη σκάλα μιας πολυκατοικίας.
Ένα βράδυ μπήκα κι εγώ στο σπίτι του, μια και η πόρτα ήταν συνεχώς ξεκλείδωτη . Ο παππούς δεν άκουγε καλά και έτσι δεν με κατάλαβε.
Τον είδα στο ημίφως σκεπασμένο με κάτι παλιές κουβέρτες στο ντιβάνι, που χρησιμοποιούσε για κρεββάτι. -Δόξα τω Θεώ- έλεγε και ξανάλεγε.. -Εγώ έχω κάπου να μείνω.Πόσοι και πόσοι δεν έχουν μια κουβέρτα να σκεπαστούν ή ζουν στο δρόμο! Τι ευλογίες μου δίνεις Θεέ μου!...
Δεν ήξερα, αν έπρεπε να τον λυπηθώ για τη φτώχεια του ή να τον ζηλέψω για τα πλούτη της υπομονής του!!!
Καλό βράδυ, με ευγνώμονα καρδιά για τα ελέη του Θεού και... -Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν!
0 Σχόλια