.jpg)
Ο Ιωάννης πέθανε στίς 27 τού Μάη. Ο Δημήτριος τού έφερνε κάθε μέρα τ' άχραντα Μυστήρια καί τόν κοινωνούσε κάθε μέρα. Ο Ιωάννης ήταν βέβαιος πώς αύριο θά ήταν κιόλας καλά, θά'φευγε μέ τήν Κατερίνα καί τόν μοναχό Σεραφείμ, γιά τό Αγιον Ορος,γιά τά μεγάλα μοναστήρια, γιά τίς άγριες σκήτες πού κρέμονται πάνω από τήν θάλασσα.- Κατερίνα μητερούλα,ρωτούσε ο Ιωάννης,έχεις πολλά φλουριά μαζί σου? ..- Τί τά θέλεις Ιβάν τά φλουριά?..- Δέν τά θέλω εγώ τά φλουριά μητερούλα..Ο Δημήτρης καί η Ραϊσά θά σού πούν.... Εκλεινε τά μάτια του. Τό πρόσωπό του έπερνε μία αλλιώτικη όψη. Γινόταν νεανικό σάν πρόσωπο εφήβου.Η Κατερίνα καθισμένη κοντά του τόν κοίταζε. Γιατί δέν τόν πρόφθασε? Γιατί άργησε τόσο πολύ νά'ρθει? Δύο χρόνια νωρίτερα άν είχε έρθει, έστω κι έναν χρόνο νωρίτερα,θά τόν είχε βρεί γερό.Θά τόν είχε πάρει μαζί της. Τουλάχιστον ας είχε προφθάσει νά πάει στό Αγιον Ορος, νά πεθάνει εκεί.Τί έφταιγε πού πού εκείνη άργησε τόσο πολύ νά ξεκινήσει γιά τό Προκόπι? Μήπως καί τώρα πού είχε αποφασίσει γιά τό ταξίδι, δέν τό'χε κάνει μέ κίνδυνο τής ζωής της,κάτι βέβαια πού ποτέ της δέν τό'χε λογαριάσει η γενναία Κατερίνα Αλεξάνδροβνα.Μόλις μπόρεσε νά ταξιδεύσει,ξεκίνησε αμέσως.Η ανάρρωσή της ήταν μακροχρόνια καί αυτό ήταν πού τήν καθυστέρησε. Γιατί τό μόνο πού δέν είχε φαντασθεί, ήταν πώς θά μπορούσε καί νά'φτανε αργά.Ο Ιωάννης ήταν ακόμα ένας νέος άνδρας. Ξημερώματα στίς 27 τού Μάη,ο Ιωάννης κοινώνησε γιά τελευταία φορά, στό Προκόπι τής Καππαδοκίας. Οταν πήρε στά χείλη του το τίμιον και πανάγιον Σώμα καί Αίμα, τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μέ αγαλλίαση ψιθύρισε..-Εφτασα! Ανασηκώθηκε στό μαξιλάρι του. Κάθισε στό κρεβάτι του. Τό πρόσωπό του έλαμπε καί φώτιζε όλη τήν κάμαρα.- Εφτασα! Εκεί μπροστά του στ'αλήθεια ορθωνόταν τώρα το Βουνό τής Αγιότητος.Ο Αλέξιος τού'δωσε τό χέρι.Ανέβηκαν γρήγορα οί δυό τους στήν κορφή. Είδαν όλα τά Μοναστήρια καί όλες τίς Σκήτες.Κάτω απ'τούς πρόποδες τού Βουνού, χιλιάδες μοναχοί ανέβαιναν,γιά νά φθάσουν κι εκείνοι στήν κορφή, πού εκεί βρίσκονταν τώρα οί δυό τους, ο Αλέξιος μέ τόν Ιωάννη κι η κορυφή ήταν Ο Ιδιος Ο Χριστός.- Γλυκέ Ιησού, έφτασα. Εγειρε τό κεφάλι του στό μαξιλάρι κι έκλεισε τά μάτια του, ύστερα τά άνοιξε. Κανείς δέν μπορούσε πιά νά δεί πού βρισκόταν Ο Ιωάννης. Στά τρυφερά χέρια τής Κατερίνας, τό σώμα του άρχισε κιόλας νά παγώνει. Πάνω στό τραπέζι- κι ύστερα από τόσον καιρό πού έμειναν δροσερά-,σάν νά τά είχες μόλις κόψει απ τό περιβόλι τού Μπεζνορόβο, ό άσπρος κρίνος καί τό κόκκινο τριαντάφυλλο, σκόρπισαν τά μαραμένα πέταλά τους. Η εικόνα τού Αλέξιου έτριξε δυνατά. Τ'άλογα χρεμέτισαν στούς σταύλους. Πρώτη δέ φορά είδαν νά περνά πάνω απ τό Προκόπι, ένα μεγάλο κοπάδι από άσπρους κύκνους. Κι αμέσως έμαθαν όλοι πώς ο Ιωάννης ο Ρώσος, ο Αγιος πού είχε ζήσει κοντά τους τόσα χρόνια, φίλος κι αδελφός τους καί παρηγορητής τους, είχε πεθάνει. Εξω από τήν εκκλησία τού Αη Γιώργη, μυρμήκιασαν τά πλήθη.Ηθελαν όλοι ν'ασπασθούν τό λείψανο τού Αγιου τους. Χριστιανοί καί Μωαμεθανοί, γέροι καί νέοι,παιδιά καί Γενίτσαροι, όλοι πέρασαν μπροστά απ τό στενόμακρο τραπέζι,καταμεσίς στήν εκκλησία τους, πού απανω του αναπαυότανε,τυλιγμένο στό άσπρο σεντόνι, τό σώμα τού Ιωάννου τού Ρώσου. Στέκονταν κι έβλεπαν τό γλυκό του πρόσωπο, τό αδιόρατο χαμόγελο,τά ξανθά του λιγοστά γένια πού πλαισίωναν τό χλωμό του πρόσωπο.- Πώς ήταν δυνατόν νά τούς αφήσει καί νά φύγει? Πώς τό'κανε αυτό η σπλαχνική καρδιά του, πού γιά όλους φρόντιζε καί πού ποτέ δέν είχε λυπήσει κανέναν? - Πώς μάς τό'κανες αυτό αγαπημένε μας Ιωάννη? - Ιβάν. γιατί δέν ήρθα νωρίτερα? Πώς νά τό πώ στήν γλυκειά μου Ναταλία στήν μητέρα σου ? Η Ναταλία όμως τό'χε κιόλας μάθει,πού βρισκόταν ο Ιβάν. Στίς 27 τού Μάη πρωϊ, καθώς έκοβε τόν πρώτο άσπρο κρίνο τής φετεινής άνοιξης, γιά νά τόν βάλει στό παρεκκλήσι, ο κρίνος έφυγε από τά χέρια της καί, τόσο κοντά της άκουσε τήν αγαπημένη κι αξέχαστη φωνή..- Μή σκυβεις μητέρα. Σήκωσε τό κεφάλι καί μπροστά της στεκόταν ο Ιβάν ντυμένος κάτασπρα, άσπρες μπότες,άσπρο παντελόνι,κι άσπρη μπλούζα. Γύρω στό κεφάλι του, έλαμπε τό φώς.Κρατούσε τόν κρίνο,πού μόλις είχε κόψει η Ναταλία. Τής τόν έδωσε.Τά χέρια της έτρεμαν...- Θά είμαι πάντα κοντά σου μητέρα, τής υποσχέθηκε, κοντά σ'όλους σας.Τό ανέβηκα επί τέλους, τό Βουνό τής Αγιότητος.Δίπλα μου στέκεται ο Αλέξιος.Τόν βλέπεις? - Οχι, τού απήντησε ησυχα η Ναταλία,πού 'ολα τής φαίνονταν απλά καί φυσικά καί καθημερινά...- Οχι Ιβάν, δέν τόν βλέπω τόν Αλέξιο. Βλέπω μόνο εσένα.Κι είσαι παιδί μου πανέμορφος.Ποτέ δέν τό φανταζόμουν,όταν ήσουν εκείνο τό άσχημο μωρό πού γέννησα, πώς θά γινόσουν ο αρχάγγελος πού έχω τώρα μπροστά μου. Δέν χόρταινε νά τόν βλέπει. ..- Μητέρα, τής είπε,η κορφή είναι Ο Ιησούς.Οταν έρθει καί γιά σένα η ώρα,θά Τόν αντικρύσεις κι όλα τότε θά τά δείς καθαρά καί διάφανα μέσα στό Φώς τό αληθινό. Χάθηκε από μπροστά της.Η Ναταλία γονάτισε εκεί πού είχε σταθεί γιά λίγα λεπτά ο Ιβάν.Εβλεπε τό άσπρο κρίνο πού κρατούσε στά χέρια της. Ο Παράδεισος ήταν μέσα στήν ψυχή της. ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΙΗΣΟΥ !!!
Η Μορφή ενός Αγίου. Ιωάννης ο Ρώσος. Ελένη Καριτά.
0 Σχόλια